Follow us

Kωνσταντίνος Mπουτάρης

Ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης είναι ένας άνθρωπος που αγαπά το κρασί και το αμπέλι βαθιά, μέσα από τα κύτταρά του. Αυτό τουλάχιστον βλέπεις στο βλέμμα του όταν μιλάει για αυτό. Προσέχοντας τα λόγια του και, καθώς χάνεσαι στη ροή της κουβέντας όπου μιλάει για εξωτερικό, εξαγωγές, ελληνικό κρασί στον παγκόσμιο χάρτη, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με όραμα και αισιοδοξία. Αλλά και έναν άνθρωπο βαθιά παθιασμένο με το κρασί, τόσο που δεν διστάζει να δηλώσει ότι στο αίμα του κυλάει Ξινόμαυρο

Kωνσταντίνος Mπουτάρης


Ποιος ήταν ο ρόλος του κρασιού στην οικογένεια Μπουτάρη;
Η οικογένεια Μπουτάρη είναι δοσμένη κυριολεκτικά στο κρασί και ειδικά στην ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού. Το αγαπάμε και ως εταιρεία και οικογένεια του έχουμε δώσει ό,τι μπορούμε – και θα συνεχίσουμε να του δίνουμε. Είναι μια δέσμευση, θα έλεγα, και για το μέλλον και για τις γενιές που ακολουθούν. Μερικές φορές αυτή η δέσμευση είναι και βαριά υποχρέωση. Αλλά νομίζω ότι τα μέλη της οικογένειας ασμένως την αναλαμβάνουν. Πάνε πάνω από πενήντα χρόνια τώρα, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να σπρώξει τον αδερφό μου κι εμένα τον έναν προς την παραγωγή και τον άλλο προς τα οικονομικά.

Θα θέλατε να μιλήσουμε για τη ζώνη της Νάουσας και την παρουσία της εταιρείας Μπουτάρη εδώ όλα αυτά τα χρόνια;
Η οικογένειά μας έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζώνη της Νάουσας. Όλα ξεκίνησαν μετά το 1879, όταν ο παππούς μου, ο Γιάννης ο Μπουτάρης, έφυγε από το Νυμφαίο Φλωρίνης απ’ όπου καταγόταν και πήγε στη Νάουσα, όπου στην αρχή δούλευε σε μια οικογενειακή επιχείρηση με αλεύρια και μετά με μεταξοσκώληκες, ώσπου κατέληξε στο τέλος να κάνει κρασιά. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία, όμως, είναι ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι ανταγωνιστικές καλλιέργειες στη Νάουσα –τα ροδάκινα, τα αχλάδια– πήγαιναν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα στην παραγωγή των σταφυλιών, και τότε αποφασίσαμε να προωθήσουμε την αναμπέλωση της περιοχής, κάνοντας το μεγάλο αμπελώνα στο Γιαννακοχώρι, αλλά και παροτρύνοντας πολλούς οινοποιούς να γίνουν αμπελουργοί. Από τότε η «Νάουσα Μπουτάρη» είναι το έμβλημα της εταιρείας.

Οι διαδικασίες αυτές επιταχύνθηκαν με τον καθορισμό των ζωνών Ονομασίας Προέλευσης (η Νάουσα ήταν η πρώτη από αυτές τις ζώνες) και, από εκεί και πέρα, το 1976, χτίσαμε το καινούριο μεγάλο μας οινοποιείο στη Νάουσα και τελικά έγινε η βάση της εξαγωγικής δραστηριότητας του κρασιού της βόρειας Ελλάδας στην αρχή και αργότερα πια ολόκληρης της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, δεν πάψαμε ποτέ να προωθούμε το όνομα «Νάουσα». Έτσι έγινε γνωστή και η πόλη σε όλον τον κόσμο. Από τη διαφήμιση του κρασιού.

Ομολογουμένως έχει αναγνωρισιμότητα.
Το πιο γνωστό όνομα ελληνικού κρασιού σε όλο τον κόσμο είναι το «Νάουσα Μπουτάρη». Αν ρωτήσεις έναν ξένο ποιο όνομα κρασιού ξέρει στην Ελλάδα, ευτυχώς δεν θα πει «ρετσίνα» πλέον, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα απαντήσει «Νάουσα Μπουτάρη» ή «Μοσχοφίλερο Μπουτάρη», ειδικά στην Αμερική που έχει κάνει πολύ καλή καριέρα.

Από πότε ξεκινήσατε να δραστηριοποιείστε στο εξωτερικό;
Αυτή τη στιγμή φτιάχνουμε το αρχείο και δεν έχουμε στοιχεία, αλλά πιστεύω ότι οι εξαγωγές σε εμφιαλωμένο κρασί ξεκίνησαν γύρω στο 1900-1910.

Τι σημαίνει για εσάς «Ξινόμαυρο»;
Το Ξινόμαυρο είναι μέσα στο αίμα μας. Δηλαδή, δεν έχει διαφορά το χρώμα του αίματος από εκείνο του Ξινόμαυρου. Κοκκινοκρασάδες μάς έλεγαν παλιά, ακριβώς γιατί στη δεκαετία του 1960 και του 1970 άρχισε να γίνεται έντονα εθνικό κρασί η «Νάουσα Μπουτάρη». Ήταν το κέντρο γύρω από το οποίο εκινείτο η οικογένεια, με δεύτερο κέντρο το ούζο. Οπότε κάποια στιγμή αποφασίσαμε να φύγουμε από το ούζο και να επικεντρωθούμε στο κρασί και ιδιαίτερα στο Ξινόμαυρο.

Για να φύγω από τα συναισθηματικά, πιστεύω ότι είναι μια ποικιλία που πραγματικά μπορεί να κάνει μια πάρα πολύ μεγάλη καριέρα εκτός Ελλάδος. Και εμείς δουλεύουμε πάνω σε αυτό. Έχουμε πολύ μεγάλο κομμάτι έρευνας στη Νάουσα, και στο επίπεδο της αμπελουργίας, αλλά και της οινοποίησης. Τα κρασιά που έχουμε, 15-20 ετών, μας δίνουν πανέμορφα αποτελέσματα. Και αρέσει πολύ και στους ξένους. Άλλωστε είναι το πρώτο εξαγωγικό κόκκινο προϊόν μας ως εταιρείας.

Και η φετινή σοδειά; Πώς την κρίνετε;
Πιστεύουμε ότι και η φετινή χρονιά, το 2007, η οποία είχε τις ιδιαιτερότητες που όλοι ξέρουμε, λόγω των καιρικών συνθηκών, θα μας δώσει ένα grand vin. Ένα μεγάλο κρασί με όλη τη σημασία της λέξης.

Kωνσταντίνος Mπουτάρης


Κάποια στιγμή, ο Όμιλος Μπουτάρη πήγε στη Σαντορίνη και στην Κρήτη και πρόσφατα και στο εξωτερικό. Γιατί το κάνατε αυτό;
Αν θέλεις να λέγεσαι μεγάλος κρασάς και έχεις και μια παράδοση 125 ετών, δεν μπορείς να παράγεις 1.000 μπουκάλια ή 1.000 κιβώτια σε μία περιοχή. Ακολουθούμε ένα συνδυασμό παραδείγματος Γαλλίας και Αμερικής. Η βάση μας είναι η Νάουσα Μπουτάρη, αλλά μας ενδιαφέρει το κρασί, θέλουμε να δούμε πού υπάρχουν δυνατότητες για καλό κρασί. Έτσι, ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τα λεγόμενα περιφερειακά οινοποιεία. Τα οποία δεν είναι πια περιφερειακά, αλλά τα οινοποιεία μας ανά την Ελλάδα. Πηγαίνουμε σε μια περιοχή και με έρευνα και βιβλιογραφία ερευνούμε τι μπορεί να βγάλει και μετά προχωράμε στη δουλειά πάνω στο σταφύλι που βγάζει η συγκεκριμένη περιοχή.

Έτσι πήγαμε στη Σαντορίνη, όπου στην ουσία ξεθάψαμε το Ασύρτικο, γιατί στην πραγματικότητα το Ασύρτικο δεν υπήρχε παλιά. Μέχρι τη δεκαετία του ’80, η Σαντορίνη έβγαζε πολύ κακό κρασί, το οποίο πουλιόταν χύμα στις ταβέρνες της Αθήνας. Εμείς προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τελείως τον τρόπο παραγωγής και οινοποίησης και, αφού κάναμε δύο δοκιμαστικές οινοποιήσεις και είδαμε ότι το υπέδαφος μπορούσε να δώσει πολύ καλά αποτελέσματα, χτίσαμε το 1989-90 το οινοποιείο. Είμαστε οι πρώτοι που αναδείξαμε το Μαυροτράγανο πριν από δεκαπέντε χρόνια και η «Καλλίστη» ήταν ένα πολύ πρωτοποριακό κρασί το 1990 που κυκλοφόρησε, γιατί κανείς έως τότε στο νησί δεν είχε εκδοχή ξηρού σαντορινιού κρασιού με δρύινο βαρέλι.

Τα κίνητρά σας είναι εμπορικά δηλαδή;
Το αισθανόμαστε ως υποχρέωση να κάνουμε τέτοιες κινήσεις και να ανοίγουμε δρόμους. Γιατί, αν δεν το κάνουμε εμείς, ποιος θα το κάνει; Να περιμένουμε το μάννα από τον ουρανό; Δεν γίνεται. Πήγαμε λοιπόν στη Σαντορίνη, διαφημίσαμε το προϊόν, το οποίο βγήκε και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, και σήμερα έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα γκάμα παλαιωμένων λευκών κρασιών από το οινοποιείο μας στη Σαντορίνη. Ωστόσο, προωθώντας παλαιωμένα λευκά κρασιά, αρχίζουμε να μπαίνουμε στην γκάμα των χωρών που είναι κάπως υψηλότερου επιπέδου. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, αν πας σε ένα εστιατόριο, θα δεις παλιότερες χρονιές λευκών κρασιών. Δεν θα δεις 2005 και 2006. Αρχίζουμε και «παίζουμε» σε αυτό το χώρο, έχοντας αρκετές δυνατότητες επιτυχίας.


Και η συνέχεια; Άλλοι δρόμοι άνοιξαν;
Μετά τη Σαντορίνη πήγαμε στη Γουμένισσα. Εκεί δεν υπήρχε ούτε ένα στρέμμα σταφύλι όταν πήγαμε και χτίσαμε το οινοποιείο. Δώσαμε σε πολλούς αμπελουργούς δάνεια για να φυτέψουν. Τα αποτελέσματα της Γουμένισσας θα φανούν μετά από ένα δύο χρόνια. Πάντως, έχει γίνει πάρα πολύ βαθιά δουλειά.

Ακολούθησε η Πελοπόννησος, στη Μαντίνεια.
Όταν στη συνέχεια πήγαμε στην Κρήτη, βρήκαμε μια κατάσταση τραγική. Την περίοδο που αγοράσαμε το παλιό οινοποιείο της οικογένειας Μπαμιαδάκη στο Σκαλάνι της Κρήτης, ο κόσμος δεν είχε σε καμία εκτίμηση τα κρασιά της Κρήτης. Ήταν ολίγον οξειδωμένα και δεν γίνονταν καθόλου αποδεκτά στον παγκόσμιο καταναλωτή. Δουλέψαμε πάρα πολύ στη Βηλάνα στην αρχή, βγάλαμε τον «Κρητικό» και τον στείλαμε σε όλον τον κόσμο και μετά, στο οινοποιείο στο Φανταξομέτοχο, βγάλαμε τα δύο διαμάντια μας που είναι και τα αγαπημένα μας παιδιά αυτό τον καιρό, το «Σκαλάνι» και το «Φανταξομέτοχο». Και ήταν δύσκολο, γιατί στην Κρήτη ήταν εδραιωμένη πεποίθηση το να βγάζεις πολλά κιλά στο στρέμμα, πράγμα που προσπαθούμε να αλλάξουμε σιγά σιγά.

Μια άλλη περίπτωση είναι το Κτήμα Μάτσα. Η Ρωξάνη είναι εξαιρετικός άνθρωπος και εξαιρετική αμπελουργός και δεν είναι απλώς μια ιδιοκτήτρια, αλλά μια ιδεαλίστρια. Είναι ο μοναδικός αμπελώνας επιπέδου στην Αττική. Κάναμε αλλαγές στον αμπελώνα και αυτή τη στιγμή η Μαλαγουζιά και το Sauvignon Βlanc δίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα που θα φανούν τις επόμενες χρονιές.

Και η Γαλλία πώς προέκυψε;
Στη Γαλλία πήγαμε σε μια περιοχή που έβγαζε μεγάλες ποσότητες (και συνεπώς είχε και την εικόνα της χαμηλής ποιότητας), με σκοπό να αλλάξουμε τα πράγματα. Κάτι στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι, άλλωστε. Κάναμε αναμπέλωση και βγάλαμε και τα πρώτα μας κρασιά. Τώρα ετοιμαζόμαστε να βγούμε με τα ακριβά μας κόκκινα. Θέλουμε να βάλουμε τη σφραγίδα και τη σημαία μας ως παραγωγοί και marketers πολύ καλού κρασιού. Γιατί το να βγάλεις πολύ καλό κρασί είναι ένα πράγμα. Το να βγάλεις, όμως, πολύ καλό κρασί που να το προμοτάρεις διεθνώς και ποσότητες που να είναι υψηλού επιπέδου ποιοτικά, αυτό δεν είναι εύκολο. Και έχω συγκεντρώσει όλη την προσοχή μου σε αυτό: Να βγάζω ένα κρασί που, συγκρινόμενο με οποιοδήποτε άλλο της ιδίας τιμής, να είναι πολύ καλύτερο. Να συναγωνίζεται κρασιά που είναι τουλάχιστον 20-30% πάνω στην τιμή. Πιστεύουμε ότι στην κατανάλωση πρέπει να δίνεις πάρα πολύ καλό προϊόν, γιατί έτσι την ωθείς σε καλύτερο επίπεδο ζωής.


Το ότι εσείς ανοίγετε δρόμους και κάποιοι προχωρούν με μεγαλύτερη ευκολία, πώς το αντιμετωπίζετε;
Δεν μας πειράζει. Ας έρθουν και οι άλλοι. Είναι μια πρόκληση μετά και για εσένα να πας πιο μπροστά. Ανοίγουμε μεν δρόμους σαν παγοθραυστικό σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά από εκεί και πέρα, αν έρθουν κάποιοι και κάνουν κάτι παρόμοιο, μεγαλώνει το μερίδιο της πίτας της περιοχής. Υπάρχει χώρος για όλον τον κόσμο. Με μεγάλη χαρά βλέπουμε στη Νάουσα και άλλους μικρότερους παραγωγούς της περιοχής να φέρνουν πολύ καλά αποτελέσματα, κάτι που θα βοηθήσει στην ευρύτερη αποδοχή του Ξινόμαυρου και, συνεπακόλουθα, και της Νάουσας Μπουτάρη. Ξέρετε πότε στενοχωριόμαστε; Όταν κυκλοφορούν ελληνικά κρασιά χαμηλής ποιότητας στο εξωτερικό. Είμαστε τελείως ενάντια του δίλιτρου της Νάουσας. Κάνει πολύ μεγάλη ζημιά και μας δυσκολεύει πολύ. Αυτό προσπαθούμε να το πολεμήσουμε.

Ποια είναι η πορεία και το μέλλον του ελληνικού κρασιού κατά τη γνώμη σας;
Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο αυτή τη στιγμή. Ενώ η Ελλάδα πήγαινε σιγά σιγά για πολλά χρόνια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες μάς έκαναν αφάνταστο καλό με τον τρόπο που έγιναν. Το λέω, γιατί προηγήθηκε μια πολύ κακή διαφήμιση πριν από τους Αγώνες. Και μετά, χάρη στην κυρία Αγγελοπούλου κυρίως, ήρθαμε και διεκπεραιώσαμε κάποιους Αγώνες που πολύ δύσκολα θα επαναληφθούν στο μέλλον. Κάναμε μια πάρα πολύ καλή δουλειά και δείξαμε μια πολύ υψηλή ποιότητα και οργάνωση, ενώ δεν είμαστε και πολύ γνωστοί για αυτό. Πράγμα που βοήθησε να αναστραφεί μια αρνητική εικόνα που υπήρχε για την Ελλάδα και, κατ’ επέκταση, βοηθούνται και τα προϊόντα. Δεν μας βλέπουν πλέον σαν Μέση Ανατολή. Μας κοιτάζουν με τελείως διαφορετικό μάτι.

Το ελληνικό κρασί αυτή τη στιγμή και παραγωγούς έχει πάρα πολύ καλούς και marketers και προϊόντα έχει εξαιρετικά. Η στιγμή είναι τέτοια που μπορεί να δούμε έκρηξη εξαγωγών στην επόμενη πενταετία, όχι πουλώντας το μπουκάλι € 1-2, αλλά πουλώντας το € 6, 7 και € 20, πράγμα που θα βοηθήσει την ελληνική οινοπαραγωγή να ανελιχθεί.


Ποια η σχέση των Ελλήνων με το κρασί; Έχουν αρχίσει να το καταλαβαίνουν;
Ναι, και παρότι η κατανάλωση δεν μας δείχνει κάτι τέτοιο, αφού είναι σταθερή και μερικές φορές έχει και μια μείωση. Αλλά βλέποντας τους νέους ανθρώπους στα 25, παρατηρείς ότι έχουν ένα μεγάλο ενδιαφέρον για το κρασί. Πράγμα που μεταφράζεται και στα εστιατόρια. Περάσαμε την εποχή της ταβέρνας και του fast food και μπήκαμε σε μια περίοδο που αρχίζουμε βλέπουμε wine bars και εστιατόρια που προσέχουν πάρα πολύ το φαγητό, την art de la table. Δηλαδή, προσέχουν τον καταναλωτή. Και ο καταναλωτής ανταποκρίνεται και ζητάει να δοκιμάσει διάφορα πράγματα. Και τρώει λιγότερο, νωρίτερα. Όλα αυτά βοηθούν αφάνταστα στην εξέλιξη του ελληνικού κρασιού. Έχω πολύ μεγάλη αισιοδοξία για το πώς αντιμετωπίζει ο Έλληνας καταναλωτής το κρασί. Είναι πολύ καλύτερα. Και θα βελτιώνεται συνεχώς.

Το εισαγόμενο κρασί επηρεάζει την κατανάλωση του ελληνικού;
Επηρεάζει, αλλά λίγο. Δεν πιστεύω ότι το εισαγόμενο θα πάρει ποτέ πολύ μεγάλο ποσοστό της ελληνικής αγοράς. Όπως δεν έχει πάρει και σε καμία άλλη οινοπαραγωγό χώρα, με εξαίρεση την Ιταλία. Οι οινοπαραγωγοί χώρες πουλάνε το δικό τους κρασί και έχουν πολύ πιστούς καταναλωτές. Βέβαια, η παρουσία του νέου φαινομένου των ετικετών που υπάρχουν στα Lidl κ.λπ. επηρεάζει, αλλά θα μείνει μικρό κατά τη γνώμη μου.

Θα συμφωνούσατε ότι υπάρχουν δύο σχολές στην οινοπαραγωγή; Εκείνοι που παράγουν πολλά καλά κρασιά και εκείνοι που παράγουν λίγα και μεγάλα.
Όχι, το κάθε οινοποιείο έχει τη δική του προσωπικότητα. Ένα οινοποιείο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μπορεί να βγάλει και ένα κρασί μικρής ποσότητας, αλλά και κρασί ευρείας κατανάλωσης. Η οινοποιία δεν είναι hobby. Αλλά ακόμα και αν είναι, άμα θέλεις να σέβεσαι το όνομα του προϊόντος που κάνεις και να ζεις από αυτό και να παίξεις το ρόλο σου ως εταιρεία, πρέπει να μπορείς να κάνεις και τα μεν και τα δε. Άλλωστε, το κρασί των μεγάλων καταναλώσεων είναι δυνατόν να είναι εξαιρετικής ποιότητας. Και δεν είναι ανάγκη ένα κρασί εξαιρετικής ποιότητας να είναι πολύ ακριβό. Αυτό το πιστεύουμε απόλυτα ως εταιρεία. Απλώς, μπορεί να τύχει να κάνεις και μερικά κρασιά πολύ ακριβά, στα οποία συχνά μέσα από την ετικέτα πληρώνεις και το μύθο. Πράγμα που είναι αποδεκτό. Όπως με ένα Ch#teau Petrus.

To ελληνικό κρασί, μέσα στο διεθνή ανταγωνισμό, σε ποιο σημείο βρίσκεται;
Κοιτάξτε, δεν είμαστε καλά απλώς. είμαστε πολύ καλά. Τα βραβεία που έχουμε πάρει ως χώρα στο Chardonnay –στο μεγάλο διαγωνισμό που γίνεται στο Παρίσι– είναι πάρα πολλά. Εντυπωσιακό είναι να βλέπεις την έκπληξη των δοκιμαστών των μεγάλων εισαγωγέων όταν πίνουν τα κρασιά μας.
Το δύσκολο είναι να πείσουμε ώστε η ποιότητα αυτή να είναι και αντιληπτή ποιότητα. Δεν φτάνει να είναι πραγματική, πρέπει να είναι και αντιληπτή. Ο καταναλωτής να είναι προϊδεασμένος ότι το προϊόν έχει καλή ποιότητα. Και αυτό είναι και το μεγάλο μας πρόβλημα. Η ελληνική προέλευση δεν μας βοηθάει ακόμα. Όπως είπα, όμως, βοηθούμαστε πολύ από τον απόηχο των Ολυμπιακών και θα βοηθηθούμε πάρα πολύ και στο μέλλον.

Ο κόσμος οδηγείται σε μια ομογενοποίηση γεύσεων, δημιουργώντας κρασιά παρεμφερή και προσφιλή στα γούστα των καταναλωτών. Εσείς τι λέτε;
Το βρίσκω λογικό, γιατί η επιλογή στον παγκόσμιο καταναλωτή είναι πολύ δύσκολη όταν βλέπει εκατομμύρια ετικέτες μπροστά του. Ναι μεν υπάρχει μια ομογενοποίηση από τη μία, αλλά από την άλλη οι τάσεις είναι να πηγαίνουμε προς νέες ποικιλίες και νέες χώρες. Η παρουσία χωρών όπως η Αυστραλία, η Χιλή, η Νότια Αφρική έχει δώσει μια καινούρια ώθηση στην αγορά του κρασιού και από άποψη γεύσεων και από δυνατότητες επιλογής του καταναλωτή. Έχουν πέσει τα ταμπού του είδους «το μόνο καλό κρασί είναι το γαλλικό». Έτσι, εγώ παρατηρώ ότι υπάρχει ενδιαφέρον για το Μοσχοφίλερο, το ίδιο ισχύει και για το Ξινόμαυρο. Πιστεύω ότι από τη μία στα επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί αυτή η ομογενοποίηση, αλλά από την άλλη, αντί να έχουμε δυο τρεις κατηγορίες κρασιών, Sauvignon, Chardonnay κ.λπ., θα έχουμε πολύ παραπάνω.

Όταν ακούμε πως εταιρείες όπως η Louis Vuitton επενδύουν σε εταιρείες κρασιού, τι περιμένουμε ως αποτέλεσμα;
Επενδύουν στη ματαιοδοξία του σύγχρονου καταναλωτή. Όπως σε μια τσάντα – έμαθα ότι τελευταία οι τσάντες έχουν αρχίσει να έχουν και όνομα. Επενδύουν στην καλώς ή κακώς εννοούμενη ματαιοδοξία – γιατί όταν τα πράγματα ξεπεράσουν το μέτρο…

Ποια είναι τα μελλοντικά σας πλάνα;
Εμείς θέλουμε να γίνουμε μία από τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου στο χώρο του κρασιού. Λέγοντας μεγαλύτερη, δεν εννοώ απαραίτητα σε όγκο, αλλά μια εταιρεία που αναγνωρίζεται από το διεθνή καταναλωτή αμέσως. Θέλουμε να ανοίγει κάποιος σε ένα εστιατόριο στη Σιγκαπούρη τον κατάλογο των κρασιών, να πηγαίνει στην κατηγορία «Ελλάδα» και να διαλέγει Μοσχοφίλερο Μπουτάρη. Όπως είναι τώρα το Pinot Grigio. Αυτό για εμάς είναι μια πρόκληση πολύ μεγάλη, η οποία θα έχει αποτέλεσμα και προεκτάσεις σε όλο τον κύκλο των εργασιών μας. Δηλαδή, πρώτο ζητούμενο στη φιλοδοξία μας είναι να παίξουμε σημαντικό ρόλο στον κόσμο του κρασιού, δεύτερον, να συνεχίσουμε να είμαστε μπροστάρηδες, παρασύροντας όλους τους οινοπαραγωγούς να μπουν στον παγκόσμιο στίβο της κατανάλωσης του κρασιού και, τρίτον, δουλεύοντας πάνω σε αυτό, να ανεβάσουμε όλη την ελληνική αμπελοκαλλιέργεια.

Επίσης...

Κρασί και BBQ: συνδυασμός φωτιά

Όταν σκεφτόμαστε barbeque, το μυαλό μπορεί αυτομάτως να ταιριάζει τα ζουμερά κρεατικά με την εικόνα μιας παγωμένης μπύρας να ιδρώνει πλάι τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το βουτυράτο καραμέλωμα με το οποίο προικίζεται το κρέας απ’ το λίπος του κι η μυρωδάτη κάπνα που παίρνει μαζί του απ’ τα κάρβουνα, στήνουν ιδανικό καμβά για πεντανόστιμα οινικά παντρέματα, που μπορούν να ξεκλειδώσουν νέους γευστικούς ορίζοντες. Αρκεί να βρούμε τα σωστά κλειδιά!

Περισσότερα από

Κρασί

Τα οινικά αστέρια των Χρυσών Σκούφων 2022

Tο Κτήμα Γεροβασιλείου έφερε αρωματική και γευστική φινέτσα στο dinner de gala, με τις πιο εκλεκτές ετικέτες του να συμπληρώνουν τις σπουδαίες γεύσεις της μοναδικής βραδιάς.

Πάστα και κρασί: μια σχέση αγάπης

Από τη μακαρονάδα «της στιγμής» στο σπίτι, ως τις «γευστικές-creatίοns» των καλών ιταλικών εστιατορίων, η καρδιά και ο ουρανίσκος των Ελλήνων συγκινείται πάντοτε στη θέα, την οσμή, την ιδέα της πάστα. Και τι καλύτερο, τι πιο γαργαλιστικό για να την συνοδεύσει, από ένα καλό μπουκάλι κρασί; Ιδίως αν είναι, βέβαια, το σωστό μπουκάλι κρασί.

Κέικ Κρασιού

Πώς θα φτιάξεις κέικ κρασιού.

Σουπιές Κρασάτες στο Φούρνο

Η συνταγή για σουπιές κρασάτες στο φούρνο.

Το Peloponnese Wine Festival δηλώνει παρουσία στις 21/2

Το οινικό event, που συγκεντρώνει εκατοντάδες οινόφιλους, θα διεξαχθεί στο ξενοδοχείο Royal Olympic της Αθήνας, τη Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου…

Η οινική εκπαίδευση συναντά τη φιλοξενία

Τα κορυφαία προγράμματα σπουδών του «Le Monde» εμπλουτίζονται εγκαινιάζοντας τη νέα συνεργασία του κορυφαίου εκπαιδευτικού ομίλου με τον παγκόσμιο πρωτοπόρο της εκπαίδευσης οίνων και αποσταγμάτων WSET.

My Xmas Pairings: Tα αγαπημένα μας κρασιά συμπληρώνουν τις γεύσεις των γιορτινών μας πιάτων

Μαζί με τα My market, σας βοηθάμε με την οργάνωσή του, ετοιμάζοντας ένα πλήρες μενού για το εορταστικό τραπέζι.