O Γιάννης Χαλικιάς είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με το κρασί. Το αντιλαμβάνεσαι όταν δεις πώς φωτίζονται τα γαλανά του μάτια όταν μιλάει γι’ αυτό. Δηλώνει πως ήπιε το πρώτο του γλυκό κρασί στα έξι του. Όταν πολλά πολλά χρόνια μετά ανέλαβε τους Αμπελώνες Αντωνόπουλου, ένιωσε πως εκτός από το πάθος του οινόφιλου, του δινόταν η ευκαιρία να βιώσει και το πάθος του οινοποιού. Και αφιερώθηκε στο κρασί με τη ζέση του ευζωιστή, που ξέρει να τρυγάει τη ζωή, αλλά και τους καρπούς της. Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την ετικέτα των κρασιών Αμπελώνες Αντωνόπουλου; Την απάντηση δίνει ο ίδιος: «Είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει πολύ το κρασί. Έπινα από μικρό παιδί γιατί μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου όλοι έπιναν στο τραπέζι. Πρωτοδοκίμασα γλυκό βερτζαμί στα 6 μου. Τώρα που το κρασί έγινε η δουλειά μου, της αφιερώνω άπειρες ώρες. Με το κρασί νιώθω δημιουργός, αλλά ξέρω πως άμα πάει κάτι στραβά χάνονται όλα και γι’ αυτό αισθάνομαι πως πρέπει να είμαι πάντα από πάνω».
Μου περιγράφει τη μέρα του –που αρχίζει στις έξι το πρωί, ώστε να προλάβει να δώσει το χρόνο στον εαυτό του για να περπατήσει, να κάνει ποδήλατο ή να κολυμπήσει– και νιώθω πως έχω μπροστά μου έναν αληθινό ευζωιστή, έναν άνθρωπο που αγαπάει τη ζωή κι έχει μάθει να την απολαμβάνει σε όλο της το φάσμα. Προέρχεται από μια οικογένεια όπου το κρασί είχε πάντα μια θέση στο καθημερινό τραπέζι. Σε αντίθεση με το λόγιο αδερφό του, εκείνος ένιωθε πως τον τραβούσε αυτή η δουλειά. Τίποτα, βέβαια δεν έδειχνε εξαρχής τι θα καταλήξει να κάνει σήμερα. Ξεκίνησε με διαφορετικές προοπτικές, από την εταιρεία διανομής Santa Maura. Η συνεργασία και αργότερα η φιλία του με τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο ήταν η αιτία για την οποία αποφάσισε, μετά το θάνατο του φίλου και συνεργάτη του, να αγοράσει την επιχείρηση από τη χήρα του, που κράτησε ένα πολύ μικρό ποσοστό, και να ασχοληθεί με την οινοπαραγωγή.
«Έβαλα στοίχημα από τον καιρό που αγόρασα τους Αμπελώνες Αντωνόπουλου να μη βγάλω ποτέ κακό κρασί. Να μην κινηθώ μόνο με στόχο τα λεφτά. Και το κράτησα, γιατί έτσι πίστευα πως θα τιμούσα τη μνήμη του».
Του ζητάω να μου μιλήσει για τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο. Κι αρχίζει να σκιαγραφεί, με απλά, αληθινά λόγια, την προσωπικότητα του οραματιστή κι ονειροπόλου οινοπαραγωγού που έγραψε μερικές από τις πρώτες σελίδες της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κρασιού. «Είμαι στην αγορά από το 1978, ο Κωνσταντίνος ήρθε και μας βρήκε στη Santa Maura, το 1991, τότε με τα Ορεινά Κτήματα, απένταρος, ευπατρίδης, προερχόμενος από μια παλιά οικογένεια, από μια αριστοκρατία κοινωνική αλλά και πνευματική. Ήταν διαφορετικός άνθρωπος, ήταν πρωτοπόρος, είχε ιδέες, διάβαζε, αναζητούσε να βρει μέσα από τις σελίδες της ιστορίας τις αυτόχθονες ποικιλίες της Πελοποννήσου. Πειραματιζόταν με το λαγόρθι και τη βολίτσα. Δυο χρόνια αργότερα σκοτώθηκε. Εγώ θέλησα να σεβαστώ όλα αυτά που ξεκίνησε, με τόσο πάθος».
Θυμάμαι τι λεγόταν τότε. Πως θα ήταν αδύνατον να συνεχίσει ο Χαλικιάς το έργο του Αντωνόπουλου. Η πορεία του τους διέψευσε. Όταν τον ακούω τώρα να μου εξομολογείται πόσο λυπάται που «το κρασί περνάει στα χέρια των εμπόρων, που μπορεί να το πίνουν, που μπορεί να είναι αγαπητοί ως άνθρωποι, αλλά δεν ξέρουν να το διαχειριστούν, σεβόμενοι τις ιδιαιτερότητές του», καταλαβαίνω πόσο αβάσιμα ήταν όλα αυτά τα σχόλια. Ο Γιάννης Χαλικιάς όλη την ώρα της κουβέντας μας δεν υπερηφανεύτηκε για τίποτα. Μου ανέφερε μόνο ένα σχόλιο που έγραψε κάποτε ένας Βέλγος δημοσιογράφος, «η Άδολη Γη είμαι εγώ» και πόσο υπερήφανο τον κάνει που «καταφέρνω μέσω του κρασιού, αυτού του μοναδικού προϊόντος, να πλησιάζω τον κόσμο με καλή ενέργεια».
«Αυτή η γενιά φεύγει» μου λέει, αναφερόμενος στους πρωτοπόρους οινοπαραγωγούς της εποχής του, «λιγοστεύουν οι άνθρωποι που νοιάζονται αληθινά για το κρασί».
Σε αυτό το σημείο τον διακόπτω ρωτώντας τι γνώμη έχει για τις αξιολογήσεις των κρασιών. Είναι γνωστή η αντίθεση του ως προς τις βαθμολογίες…
«Τρελαίνομαι! Δεν τη φοβάμαι τη βαθμολογία, με ενοχλεί όμως να μιλάω για την απόλαυσή μου με νούμερα. Δεν αρμόζει η βαθμολόγηση στα κρασιά. Τι θα πει αυτό παίρνει 79 κι εκείνο 80; Ποιος είναι ικανός να συλλάβει τη διαφορά μιας μονάδας, γευστικά; Κι ύστερα, δεν μπορούν οι ίδιοι γευσιγνώστες να δοκιμάζουν τα πάντα. Κάποιος τα καταφέρνει με τα αλκοολούχα, ενώ δεν έχει καμία αίσθηση με τα αφρώδη. Διαφωνώ όμως και σε ένα άλλο επίπεδο. Πιστεύω ότι το κάθε κρασί έχει τη στιγμή του, γι’ αυτό είμαι εξίσου και κατά των κανόνων της αρμονίας. Η γεύση είναι μια προσωπική υπόθεση κι ο καθένας μας που πίνει εκτιμά τι του ταιριάζει καλύτερα την κάθε στιγμή. Για μένα το κρασί απαιτεί σκέψη. Όταν θα πιω ένα κρασί, θέλω να το ψάξω, να το αφήσω να αναπνεύσει, να του δώσω χρόνο να εκφράσει τα στοιχεία του χαρακτήρα του. Είμαι άτομο της τάβλας, έτσι θέλω και το κρασί μου να το απολαύσω με καλή παρέα, να το σκεφτώ, να το συζητήσω. Η καλή παρέα κι η καλή διάθεση σε κάνουν να θέλεις να πιεις. Πίνεις όχι για να φτιάξεις τη διάθεσή σου, αλλά γιατί έχεις διάθεση. Αυτή είναι εξάλλου η διαφορά του κρασιού από τα άλλα ποτά. Αυτό κάνει και το κρασί να αρέσει».
Επανέρχεται στο θέμα του χρόνου, μόνο που αυτή τη φορά εισάγει στην κουβέντα μας άλλη μια παράμετρο του απολαυστικού χρόνου: την ελευθερία. «Το κρασί θέλει ελευθερία, να το πιεις, να το ταιριάξεις, να το σκεφτείς, να το απολαύσεις». Καταλαβαίνω τώρα γιατί τις περισσότερες φορές επιλέγει συγκεκριμένα εστιατόρια. Τον έχω πετύχει τόσες φορές, αλλά τον ρωτάω –για να μου επιβεβαιώσει– πού του αρέσει να τρώει, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. «Στην Ελλάδα μού αρέσει να τρώω στον Μποτρίνι και στον Πέσκια. Μου αρέσουν και οι δύο εξίσου, ο καθένας τους για διαφορετικούς λόγους».
Είναι γνωστή η αγάπη σου για τη Μύκονο, τον διακόπτω.
«Η Μύκονος μου αρέσει γιατί είναι ένα νησί που έχει ποιότητα. Η αγαπημένη μου παραλία, βέβαια, είναι το Καλό Λιβάδι, όπου πάω όταν δεν φυσάει. Την Ψαρού, μου αρέσει μόνο να τη δω και να κάτσω στου Αγγελετάκη [σ.σ. το σημερινό N’Ammos]. Πηγαίνω για φαγητό στου Daniele [La cucina di Daniele], στου Ivan [Sale e Pepe], στο Katrine’s, στον Γιάννη, στους Αχιναίους. Στη Σαντορίνη, που έχω και σπίτι, πάω για μια μέρα και φεύγω. Δεν μου αρέσει πια. Εκεί τρώω στο Σελήνη, στου Χατζηγιαννάκη. Στο εξωτερικό, τρώω πάντα καλά στο Λονδίνο. Όπως κάνω και με τα κρασιά, θέλω να τα δοκιμάζω όλα. Θέλω να ξέρω τι γίνεται, ποιες είναι οι εξελίξεις. Μου αρέσει το καλό φαγητό και δοκιμάζω τα πάντα. Θα σου ομολογήσω, βέβαια, πως όταν πήγα στο El Bulli, μέχρι το 13ο πιάτο είχα απογοητευτεί. Μετά όμως κατανόησα το πνεύμα του και το απόλαυσα.
Τώρα μπορώ να πω ότι αυτή ήταν μια από πιο συναρπαστικές γευστικές μου εμπειρίες».
Αναρωτιέμαι τι τον διασκεδάζει περισσότερο, με τι ασχολείται; «Το μόνο πράγμα που έχω ως πρωταρχικό είναι το κρασί και τα παιδιά μου. Έχω τέσσερις κόρες κι ένα γιο. Είμαι όμως κοινωνικό άτομο, μου αρέσουν οι παρέες, να διασκεδάζω με παρέες και να ακούω πολλή μουσική.
Μου αρέσει η κλασική μουσική, η όπερα, λατρεύω την αιθέρια φωνή της Κάλλας. Όπως σου είπα και προηγουμένως, μου αρέσει το ποδήλατο. Έχω οκτώ ποδήλατα και το καθένα το αγαπώ γι’ αυτό που μου προσφέρει. Και για να σου αποδείξω την αδυναμία που τους έχω, θα σου διηγηθώ μια ιστορία. Έχω παραγγείλει ένα mountain bike Scott και την ίδια εποχή έχω παραγγείλει και ένα TT. Κατά σύμπτωση, με ειδοποιούν την ίδια μέρα να παραλάβω και τα δύο. Οπότε λέω στην αντιπροσωπία του αυτοκινήτου πως θα ήθελα να το παραλάβω την επομένη, γιατί εκείνη τη μέρα επρόκειτο να παραλάβω το ποδήλατο. Τους άφησα άφωνους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως για μένα το ποδήλατο ήταν πιο σημαντικό από το αυτοκίνητο, γιατί με αυτό κάνω το κέφι μου. Το αγαπώ για τον ίδιο λόγο που αγαπώ και τη θάλασσα. Μου παρέχει ενέργεια. Πηγαίνω με το ποδήλατο μέχρι τη θάλασσα και εκεί περπατάω και κάνω μπάνιο. Κολυμπάω 360 μέρες το χρόνο – και σήμερα αυτό έκανα. Έχω τη διαχείριση του χρόνου μου. Έχω φροντίσει να αρχίζω πάντα τη δουλειά μου μετά τις 10 και το θεωρώ κατάκτησή μου».
Διαισθάνομαι ότι με τα λόγια του αυτά θέλει να τονίσει τη σχέση που διατηρεί με τη φύση, παρότι είναι ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος, όπως μου δήλωσε εξαρχής. Μου λέει πως ζει έξω από την πόλη κι εκεί πάνω τον διακόπτω γιατί θέλω να μάθω για τα μελλοντικά του σχέδια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Λευκάδα.
«Έχω 70 στρέμματα στα Απολλώνια, δυο χιλιόμετρα μόλις από την πόλη. Παλιά αμπελοτεμάχια, επιλεγμένα από τον Κώστα Μπακασιέτα, που είναι σπουδαίος αμπελουργός και μελετά τη δυναμική των ποικιλιών. Όπως σου είπα, για κάθε κρασί που βγάζουμε ψαχνόμαστε πολύ. Ψαχνόμαστε με το Λαγόρθι, με το Sauvignon, με το Chardonnay, για να βγάλουμε ένα αφρώδες.
Αυτό είναι στα μελλοντικά μου σχέδια, αφού ρωτάς όμως για τους στόχους μου, θα σου πω ότι είναι ένας: Να κρατήσω σταθερή την ποιότητα και να κάνω κι ένα βηματάκι παραπάνω κάθε φορά. Όσο για το τι θέλω ακόμα να επιτύχω, θα σου πω πως θέλω να περάσει σε δεύτερη γενιά το οινοποιείο να συνεχίσουν τα παιδιά μου τη δουλειά. Η μία μου κόρη, παρότι μικρή, δείχνει να της αρέσει. Θα δούμε».
Αισθάνομαι ότι του κλέβω χρόνο. Θα ήθελα να τον κρατήσω στην κουβέντα μας κι άλλο, αλλά ξέρω πως πρέπει να γυρίσει πίσω στον τρύγο, που προέχει. Τον αποχαιρετώ σχεδόν ευγνώμων. Κάτι παραπάνω από αυτά που είπαμε, κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο, καταχωρίστηκε στη μνήμη μου σαν ένα μήνυμα «καλής ζωής».