Ένα Μάιο, πριν από τριάντα τρία χρόνια, μια «τυφλή» γευσιγνωσία στο παρισινό InterContinental έφερε αντιμέτωπα τα μεγαλύτερα γαλλικά crus με τα καλιφορνέζικα κρασιά, και, προς γενική κατάπληξη, νικητές αναδείχτηκαν δύο από τα δεύτερα.
Πολλά άλλαξαν μετά από την ιστορική αυτή δοκιμή. Η περίφημη Napa Valley εξελίχθηκε σε μοδάτο τουριστικό προορισμό και η αμερικανική οινοπαραγωγή άνοιξε τα φτερά της.
Η γευσιγνωσία του 1976, η οποία επωνομάστηκε από το περιοδικό Time «Le Jugement de Paris» (Η κρίση του Παρι­σιού), σημάδεψε μια μεγάλη καμπή για τον εξ Αμερικής οίνο, ανατρέποντας την αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα κρασιά του Νέου Κόσμου ήταν κακής ποιότητας. Ενθάρρυνε επίσης τους Καλιφορνέζους παραγωγούς να βάλουν τον πήχη πολύ πιο ψηλά. Η γευσιγνωσία, η οποία έγινε με πρόσχημα τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων της αμερικανικής ανεξαρτησίας, οργανώθηκε από την Αμερι­κανίδα Patricia Gallagher και το Βρετανό Steven Spurrier, έναν οινέμπορο με μικρή πελατεία, ιδιοκτήτη μιας κάβας (Caves de la Madeleine) και μιας οινολογικής σχολής (Academie du Vin) στο Παρίσι.
Πολύ ελιτιστής, πολύ γαλλομανής, τα καλιφορνέζικα crus τον ενδιέφεραν, αλλά θεωρούσε ότι τα γαλλικά θα τους «έπαιρναν τα βρακιά». Γι’ αυτό και φρόντισε να συμπεριλάβει μερικές απ’ τις καλύτερες γαλλικές ετικέτες. Ωστόσο, έντεκα γνωστοί Γάλλοι εξπέρ νικητές ανέδειξαν δύο καλιφορνέζικα crus του 1973: ένα Cabernet Sauvignon της Stag’s Leap Wine Cellars, για τα κόκκινα, κι ένα Chardonnay του Chateau Montelana, για την κατηγορία των λευκών. «Αν αυτό δεν γινόταν στο Παρί­σι με κριτική επιτροπή από Γάλλους, το αποτέλεσμα ούτε πιστευτό θα γινόταν, ούτε θα προκαλούσε τόση έκπληξη» λέει ο Spurrier, σύμβουλος οίνου σήμερα.
Σύμφωνα με τον George M. Taber, ανταποκριτή του «Time», του μόνου δημοσιο­γράφου που ήταν παρών στην εκδήλωση (το άρθρο του στο περιοδικό οδήγησε στη συγγραφή ενός συναρπαστικού βιβλίου, στο οποίο βασίστηκε και η ταινία «Bottle Shock»), οι κριτές φανέρωσαν τη σύγχυσή τους από τα πρώτα κρασιά που δοκίμασαν. «Πρόκειται σαφώς για καλιφορνέζικο κρασί, δεν διαθέτει μύτη», δήλωσε ο Dubois–Millot, αφού δοκίμασε ένα Batard–Montrachet 1973. Ενώ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων όλοι είχαν πάθει την πλάκα τους. Οι διαφορές στη βαθμολογία των κόκκινων ήταν πολύ πιο μικρές. Μία από τους κριτές, η Odette Kahn, η οποία είχε φιλέψει με την υψηλότερη βαθμολογία δύο καλιφορνέζικα, προσπάθησε εκ των υστέρων να την πάρει πίσω. Ο Spurrier απέρριψε το αίτημά της κι από τότε δεν του ξαναμίλησε, χώρια ότι τον κατηγόρησε αργότερα ότι νόθευσε τα αποτελέσματα. Και πολλοί απ’ τους υπόλοιπους κριτές το ’χαν βουλώσει τουλάχιστον ως το 2005.
Το γεγονός απαξιώθηκε ή αγνοήθηκε παντελώς από το γαλλικό Τύπο. Τρεις μήνες αργότερα η «Figaro» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ο πόλεμος των crus συνέβη ποτέ;», αποφαινόμενη ότι τα αποτελέσματα ήταν αναξιόπιστα. Έξι μήνες αργότερα ένα άρθρο αντίστοιχου ύφους εμφανίστηκε στη «Monde».
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ότι τα καλιφορνέζικα κρασιά εκείνης της εποχής ήταν πρώτα. Ότι η παλαίωσή τους ήταν σούπερ. Πως όχι, τα grands crus του Bordeaux δεν ήταν στα καλύτερά τους μεταξύ 1970 και 1971. Και πως όχι, δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους. Μπορεί, στην πραγματικότητα, ο διαγωνισμός του Παρισιού να μην απέδειξε ότι τα καλιφορνέζικα κρασιά είναι τα καλύτερα –η «τυφλή» γευσιγνωσία δεν μπορεί να καταλήξει σε τόσο κατηγορηματικές αποφάνσεις–, ωστόσο απέδειξε ότι η Γαλλία δεν διέθετε πλέον την αποκλειστικότητα των εκλεπτυσμένων οίνων και πως κι άλλες περιοχές του κόσμου μπορούσαν να παράξουν εξαιρετικές φιάλες. Το να το αρνηθείς θα ήταν προϊόν αλαζονείας.
Κι όχι μόνο αυτό. Σωστά ο Jim Barrett του Chateau Montelana υπογραμμίζει ότι η ετυμηγορία του 1976 είχε επίσης τις συνέπειές της στα κρασιά της Αυστραλίας, της Χιλής, της Νότιας Αφρικής. «Χάρη σ’ αυτή γεννήθηκε η παγκόσμια βιομηχανία του κρασιού» λέει.
Άλλο σημάδι ότι οι καιροί άλλαξαν είναι ότι τα κρασιά που στέφθηκαν στο «Jugement de Paris» κόστιζαν εκείνη την εποχή το πολύ $6 το μπουκάλι. Σήμερα, είθισται ένα grand cru της Napa να πωλείται προς $100 (78 ευρώ) η φιάλη.
Δέκα χρόνια μετά, το 1986, ο Steven Spurrier οργάνωσε στη Νέα Υόρκη μια ρεβάνς. Τα καλιφορνέζικα (κόκκινα) κρασιά βγήκαν πάλι νικητές. Κάτι αντίστοιχο έγινε και πριν από τρία χρόνια, στην επέτειο των τριάντα χρόνων, με δυο διαγωνισμούς, έναν στη Napa κι έναν στο Λονδίνο.
Μια χοντρή πολεμική αναπτύχθηκε γύρω από την οργάνωση του γεγονότος. Προσκεκλημένοι να αποστείλουν νέα crus για τη γευσιγνωσία, οι Καλιφορνέζοι καλλιεργητές αρνήθηκαν, ενώ, στη Γαλλία, εκείνοι του Bordeaux δεν θέλησαν να συμμετάσχουν σε μια νέα διηπειρωτική κόντρα. Μετά από ένα συμβιβασμό που έγινε με τους Γάλλους παραγωγούς, το «blind test» αφορούσε τα κόκκινα που πήραν μέρος στη γευσιγνωσία του 1976. Καθότι τα λευκά παλαιώνουν εν γένει άσκημα, εκείνα που δοκιμάστηκαν τότε δεν κρίθηκαν απ’ την επιτροπή. Ταυτόχρονα, έλαβε χώρα μια «ημί-τυφλη» γευσιγνωσία μεταξύ πρόσφατων millesimes Γαλλίας και Καλιφόρνιας, πράγμα που σημαίνει ότι οι κριτές γνωρίζουν την εθνικότητα, αλλά όχι την ονομασία των κρασιών που δοκιμάζουν. Για μια ακόμα φορά, τα καλιφορνέζικα κέρδισαν το πρώτο σκαλί του βάθρου!
Σημειωτέον ότι στις 23 Ιουλίου του 2008 ανακοινώθηκε η εξαγορά του Chateau Montelena από το Chateau Cos d’Estournel, το grand cru classe του Μπορντό.
Η ταινία
Μετά το «Mondovino», το «Bottle Shock» είναι μια ακόμα ταινία για τον κόσμο του κρασιού. Μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μυθοπλασία· μια ιστορία αγάπης μέσω της οποίας παρακολουθούμε την ιστορία του Chateau Montelena, το κουράγιο «των ανθρώπων που οικοδομούν την Αμερική», ως τον τελικό θρίαμβο στη γευσιγνωσία του Παρισιού. Κάτι σαν Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Η ευχάριστη ταινία του Randall Miller χαιρετίζει την ανάδυση του Νέου Κόσμου κατά μήκος της Route 66. Πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Sundance στη Γιούτα τον Αύγουστο του 2008. Δεν βρήκε ποτέ διανομή στις γαλλικές αίθουσες και κατάφερε να κυκλοφορήσει μόνο σε DVD. Ο Steven Spurrier κατηγορεί το σκηνοθέτη στο «Decanter» για «χοντρές παρανοήσεις», απειλώντας με προσφυγή στα δικαστήρια.
Η ιστορία έχει ως εξής: Οι αμπελώνες της Napa Valley άνθισαν τον 19ο αι., βρέθηκαν σε ημιθανή κατάσταση με την ποτοαπαγόρευση και άρχισαν να καρποφορούν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Όπως συχνά συμβαίνει στην αμερικανική ιστορία, το καλιφορνέζικο κρασί είναι μια υπόθεση τρελών σκαπανέων σε δύσκολες εποχές. Και όπως και στη Γαλλία, η παραγωγή του οφείλει πολλά στον καθολικισμό – οι Φραγκισκανοί φύτεψαν 21 αμπελώνες, όσες κι εκκλησίες. Χάρη και πάλι στη θρησκεία (καθώς και στην ιατρική και τις ιταλικές φαμίλιες) γλίτωσε τον αφανισμό κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης. Αυτή αλλάζει ριζικά και το γούστο των Αμερικανών. Το 1935, τα γλυκά κρασιά αντιπροσωπεύουν το 81% της καλιφορνέζικης παραγωγής.
Η Coca-Cola παύει να θεωρείται «το παγκόσμιο κρασί, στρογγυλό, γλυκό, βανιλάτο». Η ανάσταση στη Napa Valley οφείλεται στους εμιγκρέδες, άλλους δισεκατομμυριούχους άλλους πάμφτωχους, όλους όμως θαυμαστές των γαλλικών κρασιών. Μεταξύ αυτών κι ο Robert Mondavi. Δημιουργεί ένα είδος τοπικής αμπελοκαλλιεργητικής αδελφότητας. «Αφού έπιναν το κρασί, ξανάβαζαν τις άδειες φιάλες στις κάβες, σαν ένα είδος ιερής προσφοράς στον Βάκχο», γράφει ο Taber. Μετά το «Jugement de Paris», η παραγωγή τους περνάει από το ερασιτεχνικό στάδιο σε κείνο μιας βιομηχανίας αξίας $45 δισ., που απασχολεί 200.000 άτομα. Κι όπως συνέβη με τους Rothschild στη Γαλλία έναν αιώνα πρωτύτερα, οι νεόπλουτοι Αμερικανοί που προέκυψαν ζητούν απ’ το κρασί να τους εξευγενίσει.