Όλα ξεκίνησαν όταν τελειώνοντας το σχολείο διάβασε στον «Ταχυδρόμο» ένα κομμάτι για το κρασί. Πήγε σε μια κάβα και ζήτησε το Beaujolais – για να μάθει ότι υπήρχαν πολλά. Τότε, πήρε ένα βιβλίο του Hugh Johnson, εμβληματικό για να ξεκινήσεις να μαθαίνεις για το κρασί. «Ταυτόχρονα, ό,τι χρήματα μου έδωσαν οι γονείς μου που μπήκα στο πανεπιστήμιο, τα αγόρασα κρασιά από το Cellier. Εκεί συνάντησα και τον Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, την πρώτη μου γνωριμία από το χώρο του κρασιού. Εκείνη την περίοδο είχε μόλις ξεκινήσει και η Ακαδημία Οίνου, το Athenian Wine Club, και έτσι άρχισα και εγώ να ασχολούμαι πιο συστηματικά».
Γράφτηκε, έκανε σεμινάρια, διάβασε πολύ, δοκίμασε ακόμη περισσότερο και στη συνέχεια έφτιαξε ένα wine club με ένα φίλο του με έδρα το Bajazzo, στο οποίο ήταν πελάτης. «Μαζευόμασταν εκεί την Κυριακή που ήταν κλειστά και κάναμε δοκιμές. Γύρω στο 1993, ο κ. Κούκης, με τον οποίο γνωριζόμαστε από την Ακαδημία, μας πρότεινε να δουλέψουμε για αυτόν και τότε ανέλαβα την Ακαδημία Οίνου». Το 1996 ξεκίνησε και να αρθρογραφεί στο ΕΥ ΖΗΝ.
Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι μέσω της Ακαδημίας δημιούργησαν ένα πυρήνα καταναλωτών που έπαιξε ρόλο στα πράγματα. Άτομα που είναι σημερινοί opinion leaders. Ενώ πολύ σημαντική είναι και η προσφορά του στον Alpha Wine Guide, «γιατί για πρώτη φορά τόσο συντεταγμένα υπάρχει μια προσπάθεια αξιολόγησης όλων των ελληνικών κρασιών». Πιστεύει ότι η Ελλάδα πρέπει να κοιτάξει προς την Ιταλία για να προοδεύσει οινικά. Υπάρχουν πολλές αναλογίες. Η Ιταλία ήταν παραδοσιακά μια οινική χώρα με γηγενείς ποικιλίες, ο κόσμος όμως είχε χαμηλή εικόνα για τα κρασιά της επί σειρά ετών.
Εμφανίστηκαν ωστόσο κάποιοι φωτισμένοι παραγωγοί που δεν δίστασαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής, όπως ο Antinori, και λειτούργησαν σαν ατμομηχανή για όλο το ιταλικό κρασί. «Θεωρώ ότι κάτι αντίστοιχο πρέπει να συμβεί και εδώ. Και μάλλον σε κάποιο βαθμό ήδη συμβαίνει. Σαφώς το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των Ιταλών, πέραν του επιπέδου των οινοπαραγωγών, είναι η ευρύτατη διάδοση της ιταλικής κουζίνας.
Τα εστιατόρια στο εξωτερικό υπήρξαν πρεσβευτές του ιταλικού κρασιού. Μόνο τα τελευταία χρόνια και μεμονωμένα έχουμε καταφέρει αντίστοιχες κινήσεις. Γενικά όμως υπάρχει και πρόβλημα έλλειψης κοινής πολιτικής προβολής του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό».
Όσο για τον Έλληνα καταναλωτή, προφανώς την τελευταία δεκαετία, είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που ασχολούνται με το κρασί. «Αλλά αν υπάρχει κάτι που καταφέραμε να κάνουμε όλοι μαζί εμείς που ασχολούμαστε με το κρασί, είναι να το κάνουμε μόδα. Όταν κάτι γίνεται τάση, πολλοί ασχολούνται μαζί του –έστω και επιφανειακά–, στο τέλος όμως κάποιοι παραμένουν για ουσιαστικούς λόγους "πιστοί" στο προϊόν».