Είναι τα παιχνίδια που παίζει ο εγκέφαλος νευροσυσχετίζοντας την ηδονική αίσθηση του γλυκάνισου με τη δροσιά του ούζου μόλις οι βαθμοί αρχίσουν να ανεβαίνουν. Το ούζο δεν θέλει πολλές συστάσεις. Δεν υπάρχει άνθρωπος ντόπιος ή ξένος –πολύ περισσότερο ξένος– που να μην ξέρει το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας, το ούζο. Ευτυχώς, προλάβαμε να το κατοχυρώσουμε παρά τη δυσκινησία της ντόπιας γραφειοκρατίας. Το ούζο έγινε προϊόν ΠΟΠ.
Το μεράκι που αντανακλά το έχει ραμμένο στην ούγια από καταβολής του. Οι ρίζες του ιστορικά βρίσκονται στους Μικρασιάτες, οι οποίοι κατάφεραν (παρά την καταστροφή τους) να μεταλαμπαδεύσουν την τέχνη της απόσταξης όταν κατοίκησαν τα νησιά του Αιγαίου. Η Μυτιλήνη έγινε η Μέκκα του ούζου και η φήμη των μερακλήδων αποσταγματοποιών έφτασε και στις υπόλοιπες τέσσερις ηπείρους του πλανήτη.
Το ούζο είναι μια λαϊκή, αλλά όχι λαϊκίστικη ντίβα. Φτιάχνεται με τρόπο παραδοσιακό και νομικά ορισμένο, αφήνοντας στον μάστορα αποσταγματοποιό δημιουργικό περιθώριο για τη δική του μυστική συνταγή, που συνήθως η ιστορία τη θέλει να κατάγεται από την παρθενική βρασιά.
Παρασκευάζεται από σύμμειξη αλκοόλ γεωργικής προέλευσης που έχει αρωματιστεί είτε με απόσταξη είτε με διαβροχή σπόρων γλυκανίσου. Εκτός από το γλυκάνισο, ανάλογα με το αποστακτήριο, υπάρχουν πλείστα άλλα βοτάνια και καρποί που χρησιμοποιούνται για πάρει την τελική χαρακτηριστική του ταυτότητα το προϊόν. Οι άμβυκες δεν ξεπερνούν τα χίλια λίτρα και δεν διαφέρουν από αυτό που φανταζόμαστε ως παραδοσιακό αποστακτήρα.
Ο τρόπος του μάστορα στην απόσταξη, η συνταγή και ο τύπος του καζανιού ορίζουν το στιλ του ούζου. Καλή ώρα το Καζανιστό Στουπάκη (40% vol), χιώτικο φυσικά, από την Ποτοποιία Χίου Στουπάκη ΑΕ. Άλλο πράγμα, άρωμα και φινέτσα μαζί. Σαν να ήταν ύφασμα η μαστίχα και με αυτό ράφτηκε ένα φίνο ολομέταξο ρούχο. Διακριτική και φινετσάτη μύτη, με χαρακτήρα εσπεριδοειδών και των ανθέων τους, ανοιξιάτικη βόλτα στις εξοχές της Χιού σαν να λέμε. Και μετά έρχονται οι κομψές βοτανικές νότες. Στο στόμα αρκετά γεμάτο και γλυκόπιοτο, με πιο έντονο το χαρακτήρα των βοτάνων και του γλυκάνισου. Πολύ ωραία ιδέα για απεριτίφ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το Άδολο (42% vol) Ούζο Πλωμαρίου Ισίδωρου Αρβανίτη, καθιερώνοντας μια νεογέννητη κατάσταση premium ούζου, αφού φτιάχνεται από την καρδιά της καρδιάς του αποστάγματος.
Όνομα ηχηρό όπως και το μπουκέτο του, που μπαίνει με μύτη έντονη, γεμάτη αρώματα βοτάνων και γλυκάνισου. Η κομψότητά του θυμίζει παστίς. Στο στόμα είναι ελαιώδες, γλυκόπιοτο. εξαιρετικό απεριτίφ.
Η ισορροπία είναι μέγα ζητούμενο για το ούζο, αφού όσες πιθανότητες έχει να μπει δίπλα σε μεζέ άλλες τόσες έχει να το απολαύσει κάποιος σκέτο. Στο ούζο Δύραμος (40% vol) του Βορέα η ισορροπία είναι το πιο δυνατό προσόν. Έχει μύτη μέτριας έντασης, πυκνή, με αρώματα κορίανδρου, μάραθου και θαλασσινής αύρας, ενώ στο στόμα είναι αρκετά γεμάτο και ισορροπημένο.
Ισορροπημένο και αρμονικό, αλλά μερικές οκτάβες πιο έντονο είναι και το ούζο Μπαμπατζίμ (40% vol). Μύτη ήπια, μα αρκετά πυκνή, με αρώματα ξηρών βοτάνων και γλυκάνισου. Πλούσιο στο στόμα, έντονο και αρωματικό.
Η γοητεία της γλύκας είναι το πρώτο χαρτί που αφήνει στο τραπέζι το Αποστάλαγμα, ένα εντυπωσιακό ούζο με 59 ολόκληρους βαθμούς αλκοόλ από τη Verino, το πιο ελληνικό ποτό στην αγορά. Είναι αρωματικά έντονο, με «γλυκιά» και πολύπλοκη μύτη, αρώματα ξηρών καρπών, λεμονανθών, γλυκάνισου και άλλων βοτάνων. Ελαιώδες, αρκετά δυνατό λόγω του αλκοόλ και με πιο έντονα αρώματα βοτάνων και ξηρών καρπών στο στόμα. Θέλει οπωσδήποτε μεζεδάκι, ανέρωτο δεν πίνεται και κουβέντα δεν σηκώνει, ακόμη και γλυκά ειπωμένη.
Το ούζο Ματαρέλλη (40% vol) ξεχωρίζει χάρη στο γλυκάνισο που καλλιεργεί ο Ματαρέλλης στο Λισβόρι της Μυτιλήνης, καθώς το μουσκεύει στη θάλασσα προτού το βάλει στον άμβυκα.
Η μύτη του είναι αρκετά έντονη, πυκνή και ξεκάθαρα γλυκανισάτη, με νότες λεμονάτες. Το στόμα πλούσιο και ισορροπημένο, σαφώς απαλό. Σημειώστε ότι ούτε αυτό πίνεται ξεροσφύρι...