Follow us

Ένα «μάθημα ζωής» από την οικογένεια Τσατσαρωνάκη

Πίσω από το success story της εταιρείας "το Μάννα"Τσατσαρωνάκη" -που αν και εξάγει σ’ όλες τις ηπείρους του κόσμου, δεν μετακινεί την έδρα της απ' το μικρό χωριουδάκι του ξεκινήματός της- υπάρχουν πολλά που δεν φανταζόμαστε…

Ένα «μάθημα ζωής» από την οικογένεια Τσατσαρωνάκη

Μας αρέσει να λέμε συχνά «αν ήμουν εγώ δήμαρχος, ξέρεις τι θα…», «ας μου έδινες εμένα πολλά λεφτά, κι εγώ τώρα θα…». Ωραία όλα αυτά, αλλά η ζωή πολλές φορές δεν μας τα φέρνει, όπως τα θέλουμε και τι να κάνουμε, η ζωή για πολλούς είναι σκληρή. Εγώ στη δική μου οικογένεια, που ο συγχωρεμένος ο παππούς μου ήταν αρτοποιός -(έφυγε νέος από ένα ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων, για να ανοίξει φούρνο στην Αθήνα)- άκουγα πάντα ένα άλλο κλισέ της εποχής: «ο παππούς έκανε 5 κόρες, γιατί πήγαινε για το γιο, το διάδοχο». Και ναι, οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι, ώστε ο παππούς να φύγει νωρίς, ο φούρνος να ξενοικιαστεί και τα όνειρα να μείνουν απραγματοποίητα…

Ένα «μάθημα ζωής» από την οικογένεια Τσατσαρωνάκη

Έτσι, έφτασα λοιπόν στον Πλάτανο, ένα πολύ μικρό χωριουδάκι, στο άκρο των Χανίων, στην Κίσσαμο, γνωστό και ως Καστέλι, καλεσμένη από «το Μάννα» Τσατσαρωνάκη, μαζί με άλλους δημοσιογράφους. Η πρώτη μου σκέψη, περιμένοντας να ξεναγηθούμε στις εγκαταστάσεις και βλέποντας τεράστια κοντέινερ να κάνουν τρελές μανούβρες, για να βγουν από τα δρομάκια του χωριού για το ταξίδι τους, ήταν: «καλά, εδώ όλα ξεκίνησαν, αλλά αφού η εταιρεία πλέον έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να εξάγει τα προϊόντα της σε όλες τις ηπείρους, γιατί το σύγχρονο εργοστάσιο δεν το έκαναν πιο έξω, σε βιομηχανική περιοχή της Κρήτης, που όλα θα ‘ταν πιο εύκολα»;

Στον παλιό φούρνο, που επισκεφτήκαμε πρώτο – πρώτο, μας περίμενε ο Νίκος Τσατσαρωνάκης, ο ιδρυτής της εταιρείας, μαζί με τον Δημήτρη Σκαρμούτσο, τον γνωστό σεφ. Εκεί, ο παππούς πια κ. Νίκος, μας εξήγησε πώς ξεκίνησαν όλα και μας μίλησε για τον πατέρα του, που ποιος ξέρει για ποιο λόγο αποφάσισε ν’ ανοίξει έναν φούρνο, σε μια εποχή που όλοι εκεί έκαναν το δικό τους ψωμί, στο σπίτι. Συνέχισε να θυμάται λέγοντας: «κι αν κάποια μέρα έμενες από ψωμί, δανειζόσουν από τον γείτονα και του το επέστρεφες μετά. Ο πατέρας του ήταν θρήσκος, γι’ αυτό επέλεξε το όνομα Μάννα, από το «Μάννα εξ’ ουρανού». Μάλιστα, θυμήθηκε που ‘ταν μικρό αγόρι κι η μαμά του τον έβαλε ν’ ανάψει αυτός τη φωτιά για πρώτη φορά «για γούρι»…

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, δυσκολίες, κάποια στιγμή σκέφτηκαν να πωλούν και παξιμάδια, αλλά ο κ. Νίκος είχε τον «έμπορο δαίμονα» μέσα του κι ήθελε περισσότερα, όπως είπε χαρακακτηριστικά. Πήγε, λοιπόν, στην Αθήνα, να πουλήσει τα παξιμάδια του κι οι πρώτες αντιδράσεις δεν ήταν καλές: «άντε μωρέ, που θα δώσω εγώ στον κόσμο να φάει αυτά, που τρώτε μόνο οι Κρητικοί και τα ζώα» ήταν μια από τις αντιδράσεις των Αθηναίων. Όμως, εκείνος πίστευε ότι το προϊόν του, ότι είναι καλό, ότι το κριθάρι έχει τις περισσότερες φυτικές ίνες από όλα τα υπόλοιπα δημητριακά, ότι μπορεί αποδεδειγμένα να κάνει καλό στην υγεία και επέμενε. «Πήγα σε κάτι κρητικά ταβερνάκια στην Αθήνα, κι επειδή αυτά έκαναν ωραίο μεζέ με λίγο τυράκι, ντοματούλα, τσικουδιά, άρεσαν, οπότε σιγά –σιγά ο κόσμος τα έμαθε και τα ζητούσε».

Ο παππούς Νίκος Τσατσαρωνάκης ανάμεσα στις τρεις κόρες και δυο εγγόνια.

«Αχ -του είπα κάποια στιγμή- μου θυμίσατε τον παππού μου, που δεν γνώρισα, αλλά αυτός έκανε μόνο κόρες κι ο φούρνος του τώρα ρημάζει». «Γιατί εγώ τι έχω; Τρεις κόρες έκανα, αλλά έκανα και τρεις γαμπρούς, μου απάντησε». Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε, γιατί στο μεταξύ η ξενάγηση προχώρησε και στον παλιό φούρνο (όπου συνεχίζουν να φτιάχνουν λίγους, παραδοσιακούς κωδικούς), αλλά και στο κύριο, σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής, που βρίσκεται πολύ κοντά. Εκεί, μας υποδέχθηκαν πολλά από τα στελέχη της εταιρείας κι εγώ έχασα το λογαριασμό για το ποιοι είναι κόρες, γαμπροί, παιδιά ή εγγόνια...

Εκεί, ανάμεσα στις μεγάλες γραμμές παραγωγής, διαπίστωσα ότι κάποια στάδια παραμένουν παραδοσιακά, κυριολεκτικά με το χέρι. Απαντώντας στην απορία μου είπε: «μπορεί να με συνέφερε να έχω περισσότερα μηχανήματα, αντί τόσα πολλά ανθρώπινα χέρια, αλλά εγώ προτιμώ το προϊόν μου να είναι λίγο ακριβότερο, αλλά σωστά φτιαγμένο, με τον τρόπο που εγώ έμαθα, να περιμένω περισσότερη ώρα ν’ αναπτυχθεί το ζυμάρι, γιατί τότε θα είναι πιο νόστιμο».

Λίγο αργότερα, στην ταβέρνα που βρίσκεται κάτω από τον μεγάλο Πλάτανο, που έδωσε το όνομά του στο χωριουδάκι, ο Δημήτρης Σκαρμούτσος μας ετοίμασε ένα νοστιμότατο γεύμα με παραδοσιακά κρητικά πιάτα. Επέλεξε τοπικές συνταγές, βάζοντας τη δική του τσαχπινιά, και φυσικά τα παξιμάδια «το Μάννα» Τσατσαρωνάκη, ολόκληρα, τριμμένα και σε άλλες εκδοχές. Στη μνήμη μου έμειναν τα πιο ιδιαίτερα: σαλάτα με ασκορδουλάκους και παξιμάδια σε κομμάτια, ντακάκια, στα οποία είχε βάλει μια νόστιμη ντοματένια σάλτσα με πλιγούρι και κάτι ονειρεμένα αβγά με στάκα και τριμμένο παξιμάδι, που πραγματικά απόλαυσα.

Εκεί, βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω κάποια πράγματα ακόμη τον κ. Νίκο: «Μα δεν είναι δύσκολο να δουλεύεις με την οικογένειά σου, που μπορεί να τσακωθείς, να πεις μια κουβέντα παραπάνω»; ή «εσείς είχατε την τύχη τα παιδιά σας να θέλουν να ασχοληθούν με την οικογενειακή επιχείρηση, γιατί εντάξει, άλλα παιδιά φεύγουν μακριά, σπουδάζουν έξω, κάνουν άλλα επαγγέλματα». Καμία από τις απαντήσεις που μου έδωσε δεν ήταν αυτές που περίμενα: «Ξέρεις τι δυσκολίες πέρασα εγώ, πόσα χρέη και πόσα άγχη; Ούτε τις κόρες στην αρχή, ούτε τους γαμπρούς μου είχα κοντά. Η μία κόρη ήταν έξω, η άλλη Αθήνα. Μετά, τις έφερα εδώ, να με βοηθήσουν και αργότερα μπήκαν στην εταιρεία και οι υπόλοιποι. Δεν ήταν ποτέ όλα εύκολα για μένα, αλλά ήμουν πάντα σωστός, δεν έκανα πονηριές, δούλευα, πάλευα και επέμενα.

Διδασκαλία παραδοσιακών οργάνων με την προφορική μέθοδο, που εδώ αναβιώνει.

Τελευταία στάση της επίσκεψής μου ήταν το Τσατσαρωνάκειο Ίδρυμα, πάλι στον Κίσσαμο, ένα εντυπωσιακό κτίριο, που έχτισε και εξόπλισε η οικογένεια πριν λίγα χρόνια, ως προσφορά στην τοπική κοινωνία και το παρέδωσε στη Μητρόπολη της περιοχής, για να το λειτουργεί. Στις σύγχρονες, πλήρως εξοπλισμένες αίθουσες διδασκαλίας του, γίνονται πιστοποιημένα μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, διδασκαλία σύγχρονης μουσικής ή παραδοσιακών τοπικών μουσικών οργάνων, αλλά και εργαστήρια της τέχνης του ψηφιδωτού, της αγιογραφίας και πολλά ακόμη, όλα με δωρεάν ή συμβολική συμμετοχή.

Κάπως έτσι, σαν να έδεσαν τα κομμάτια του παζλ και σκέφτηκα: «Άραγε όλα αυτά, να είναι, τυχαία, συμπτωματικά»; Αυτό το ταξίδι το έχω ακόμα στο μυαλό μου και θα το έχω για καιρό. Όλα όσα είδα και άκουσα με έκαναν να σκεφτώ ότι αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας, και τα όνειρά μας, χρειαζόμαστε πολύ δουλειά, όραμα, αλλά και τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων, όσων πιστεύουν στην προσπάθειά μας και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, για να φτάσουμε τον πήχη που βάλαμε κι ακόμα ψηλότερα!

Οι υπόλοιποι, ας συνεχίσουν να φαντάζονται «τι θα γινόταν αν…».

Διαβάστε εδώ το Α' μέρος της ανταπόκρισης.