Δεν κρατάνε πολύ, ενάμιση μήνα όλο κι όλο και -αυτό πρέπει να το πούμε- ενώ η κερασιά καλλιεργείται σε όλη τη χώρα, ακόµα και στα νησιά, σε έκταση που φθάνει τα 100.000 στρέµµατα, (το το 65% περίπου των καλλιεργούµενων εκτάσεων βρίσκονται στη Μακεδονία, στους Νοµούς Πέλλας και Ηµαθίας) η τιμή τους παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος πολύ υψηλή. Ο λόγος; Λένε πως εξάγονται τα περισσότερα και η σπανιότητα προκαλεί την ακρίβεια στις δικές μας αγορές… Ελπίζοντας πως θα τα βρούμε κάποια στιγμή, πριν τελειώσει η εποχή τους, σε προσιτό κόστος για να φτιάξουμε συνταγές που χρειάζονται αρκετή ποσότητα, όπως οι μαρμελάδες, και ταυτόχρονα να τα απολαύσουμε ωμά, με την τραγανή σάρκα τους και τη γλυκιά και ελαφρότατα όξινη γεύση τους. Θυμίζουμε ότι ο χυμός τους είναι "ό,τι βάφει δεν ξεβάφει", οπότε προσέχουμε όταν τα καθαρίζουμε και ακόμα, σημειώνουμε τις εξαιρετικές διατροφικές τους ιδιότητες: μεγάλη ποσότητα βιταμίνης Α και C, διουρητικό, αποτοξινωτικό, αντιοξειδωτικό. Όσον αφορά τις ποικιλίες, πολλές έχουν εισαχθεί και έχουν προσαρμοστεί πολύ καλά στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν και οι τοπικές -κάποιες μικρού εμπορικού ενδιαφέροντος- πλην όμως νόστιμες και κυρίως «δικές μας», όπως τα Κόκκινα Αναστασιάς, το Τραγανό Κοµοτηνής, το Μαύρο Τριπόλεως, η Φράουλα Βόλου, η Καραµέλα Τριπόλεως, το Πετροκέρασο Αχαΐας, το Μοσχάτο Ευβοίας κλπ.. Και οι πιο γνωστές από όλες, τα Τραγανά Έδεσσας, δηλαδή τα πασίγνωστα Κεράσια Βοδενών (κερασιά Ρουπκόβου) και τα Μπακιρτσέικα, αμιγώς τοπικές ποικιλίες. Τα λατρεύουμε για τη σκληρή σάρκα τους, τη γλυκιά γεύση και τα υπέροχα αρώματα. Τελευταία και πιο αργοπορημένα απ΄ όλα βγαίνουν τα πετροκέρασα, με τη κιτρινορόδινη σάρκα, την ήπια γλυκιά γεύση και τα φίνα αρώματα.