Στο «Oh Boy» (2012) ο νεαρός Νίκο είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Στην πρώτη του ταινία, ο Γιαν – Όλε Γκέρστερ τον ακολουθούσε καθώς περιπλανιόταν στο Βερολίνο για ένα 24ωρο προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις για το μέλλον του. Στη δεύτερη ταινία του ο 42χρονος σκηνοθέτης κρατάει τη γερμανική πρωτεύουσα ως συμπρωταγωνιστή και εστιάζει στην 60άρα Λάρα, η οποία έχει τα γενέθλιά της· και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της πίσω της. Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις η επέτειος γίνεται αφορμή για απολογισμούς, οι οποίοι αποκτούν ειλικρινή και πικρό χαρακτήρα καθώς η μέρα περνά. Μια μέρα κατά την οποία ο γιος της Βίκτορ θα δώσει ένα σημαντικό ρεσιτάλ πιάνου, εκείνος όμως επιμένει να μην επιστρέφει τις τηλεφωνικές κλήσεις της. Έτσι η Λάρα αποφασίζει να πάει ως το σπίτι της δικής της μητέρας, με την οποία μένει πλέον ο Βίκτορ. Συναντώντας γιαγιά και εγγονό θα έρθει αντιμέτωπη με μια σειρά ερωτημάτων πάνω στο παρελθόν της και τη σχέση της μαζί τους, η οποία αποδεικνύεται τεταμένη, γεμάτη εκκρεμή απωθημένα.
Ο Γκέρστερ σκιαγραφεί το πορτραίτο μιας γυναίκας που τάχτηκε στο καθήκον (η τυπική αφοσίωσή της στη δουλειά της δημοσίου υπαλλήλου) και στην αλήθεια (η αμεσότητα με την οποία κρίνει τη μουσική σύνθεση του Βίκτορ). Μόνο που η ανθρώπινη επαφή δεν εξαρτάται παρά ελάχιστο απ’ αυτά τα προσόντα, αντίθετα με το πάθος, την τρυφερότητα και την ενσυναίσθηση. Βήμα το βήμα και ώρα την ώρα, μιας και η «Λάρα» εξελίσσεται κι αυτή σ’ ένα 24ωρο, όπως το «Oh Boy», η βορειοευρωπαϊκά αλλοτριωμένη ψυχοσύνθεση της νευρωτικής ηρωίδας βγαίνει ολοζώντανη στην επιφάνεια.
Όχι πολύ μακρινή από εκείνην της Έρικα (Ιζαμπέλ Ιπέρ) στη «Δασκάλα του Πιάνου» (αποκαλυπτική η σκηνή με το βιολί και το δοξάρι), με τον Γκέρστερ να ανατέμνει μεθοδικά και ψύχραιμα, χωρίς όμως την αιχμηρή ματιά του Μίκαελ Χάνεκε, τη «γερμανική ψυχή». Ένα τρόπο καθαρής και άκαμπτης, άλλο τόσο όμως στεγνής και άνοστης, απάνθρωπης εντέλει αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Αυτή θα αποκαλυφθεί μέσα από μια σειρά συναντήσεων που η καθεμιά τους θα προσθέσει και μια ψηφίδα στο ψυχολογικό παζλ της Λάρα, το οποίο σκιαγραφείται με αργό, στιβαρό αφηγηματικό τέμπο. Ίσως υπερβολικά βραδύκαυστο, αλλά στοχευμένο και σεναριακά υποστηριγμένο, αρετές οι οποίες χάρισαν στην ταινία το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, μαζί με εκείνο της γυναικείας ερμηνείας για τη σπουδαία θεατρική ηθοποιό Κορίνα Χάρφουχ («Η Πτώση», «Το Άρωμα»).
Βαθμολογία:
Σκηνοθεσία: Γιαν – Όλε Γκέρστερ. Πρωταγωνιστούν: Κορίνα Χάρφουχ, Τομ Σίλινγκ, Αντρέ Γιουνγκ, Ράινερ Μποκ, Φόλκμαρ Κλάινερτ. Γερμανία. 2019. Διάρκεια: 98΄. Προβολή: On demand στο e-cinema της Strada Films.