
Από την Ελένη Ψυχούλη
Στην πόλη της τσιπουροποσίας, η Καθαρά Δευτέρα σηματοδοτεί και επισήμως την καλύτερη ώρα του βολιώτικου φαστ-φουντ: στο τσιπουράδικο, ο διονυσιασμός συναντά την καλύτερη εποχή των θαλασσινών και γιορτάζει επισήμως τη μεγάλη του ώρα, που κρατά όσο και η Σαρακοστή.
Τον Βόλο, πριν τον γνωρίσεις, θα τον μυρίσεις την ώρα του μεσημεριού: μια διάχυτη αύρα από γλυκάνισο και χταπόδι στα κάρβουνα, που θα σε υποδεχτεί όταν εκεί, κάπου στις 2, δίνεται το γενικό σύνθημα: "πάμε για ένα;" Σήμερα, δύσκολο να μείνεις στο "ένα" αλλά σε κείνη την παλιά Ελλάδα των αρχών του περασμένου αιώνα, η μια δαχτυλήθρα τσίπουρο, συνήθως στο πόδι, ήταν η ανάπαυση και η αποφόρτιση του λιμενεργάτη, αντρικό προνόμιο και κοινωνικότητα του κουρασμένου βιοπαλαιστή, μια στάση πριν το οικογενειακό τραπέζι. Ο μεζές δεν ήταν απαραίτητος. Κι όταν ήρθε, ήταν λιτός-μια ελιά, λίγη ντομάτα-και, κυρίως, στεριανός. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έφεραν μαζί τους τη θαλασσινή νοστιμιά, έμαθαν στους ντόπιους τους θησαυρούς του ιωδίου που τόσο πολύ ταιριάζει με τον γλυκάνισο του ούζου ή του τσίπουρου. Τα πρώτα "ουζερί", ο όρος τσιπουράδικο θα καθιερωθεί πολύ αργότερα, στήθηκαν σε καρβουνιάρικα και μπακαλοταβέρνες, με μια φουφού, το ψαράκι ή το θαλασσινό που έφερναν μαζί τους οι θαμώνες, μια παστή σαρδέλα, ένα κομματάκι κασέρι.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ.