
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δύο ακόμη νέα ξενοδοχείο ανοίγουν για πρώτη φορά τις πόρτες τους στο κέντρο της Αθήνας, ένα κομψό boutique hotel βάζει τις τελευταίες πινελιές του στα πέριξ της Ακρόπολης, ένα μεγαλόπρεπο ξενοδοχείο-προορισμός κλείνει τον πρώτο μήνα του στο Ιόνιο, κι ένα απ’ τα πιο κοσμοπολίτικα brands του διεθνούς hotelling γιορτάζει την άφιξή του στις Κυκλάδες. Κι αυτά, σε μία μόνο εβδομάδα του Ιουλίου του 2021, μιας χρονιάς όπου η βιομηχανία της φιλοξενίας μπορεί να ψάχνει ακόμη τη διέξοδο από την πανδημική κρίση, παράλληλα, όμως, μοιάζει να γράφει τον ξενοδοχειακό χάρτη της χώρας απ’ την αρχή.
Η εκτεταμένη ταξιδιωτική αδράνεια του 2020, που συνεχίστηκε και στο πρώτο μισό της χρονιάς που διανύουμε, μπορεί να πάτησε pause σε πολλά projects που τροφοδοτούνταν από την κεκτημένη ταχύτητα του 2019, αυτό το απότομο φρενάρισμα, όμως, σαν να δημιούργησε ένα θάλαμο συμπίεσης γύρω απ’ το ξενοδοχειακό σκηνικό, προκαλώντας ανακατατάξεις και επαναπροσανατολισμό της αγοράς, αλλά και συσπειρώσεις ενέργειας μεγάλων παικτών, που εκτινάσσονται τώρα ορμητικά, προκαλώντας τεκτονικές αλλαγές. Χαρακτηριστική της κινητικότητας αυτής είναι, άλλωστε, και η πρόσφατη έρευνα που κατέγραψε ότι, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο συνολικός όγκος αγοραπωλησιών ξενοδοχείων σημείωσε πτώση κατά 69% το 2020, στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 54% σε σύγκριση με το 2019.
Η σαρωτική είσοδος των brands

Πώς απεικονίζονται τα παραπάνω νούμερα στην πράξη; Η σαρωτική είσοδος της Brown Hotels στην αθηναϊκή σκηνή, όπου και ετοιμάζεται να εγκαινιάσει 7 νέα ξενοδοχεία στο προσεχές διάστημα, είναι ένα δείγμα. Η ισραηλινή αλυσίδα έχει ήδη περικυκλώσει την περιοχή της Ομόνοιας, επενδύοντας σε ακίνητα, με το 87 δωματίων «Dave Red Athens» (Dave Red Athens, Βερανζέρου 25, Αθήνα, 2144027660) στην οδό Βερανζέρου να γίνεται το πιο πρόσφατο location που ανοίγει τις πόρτες του. Το πορτφόλιο της εταιρείας, που εμπλουτίζεται είτε με ήδη υπάρχοντα ξενοδοχεία (όπως τα τέσσερα ακίνητα της ελληνικής αλυσίδας Hotels of Athens που απέκτησε πρόσφατα) είτε με άλλα κτίρια, που αναδιαμορφώνονται ως χώροι φιλοξενίας, είναι μια απτή απόδειξη της πίστης της Brown στα ταξιδιωτικά θέλγητρα της πρωτεύουσας. Όμως η Αθήνα δεν είναι η μόνη πόλη στο στόχαστρο της εταιρείας, που στο επενδυτικό της πλάνο περιλαμβάνει 24 ξενοδοχεία και θέρετρα ανά την Ελλάδα. Μέσα στο καλοκαίρι, για παράδειγμα, η Brown αναμένεται να παρουσιάσει το πρώτο της resort, το «Brown Beach Corinthia» (Brown Beach Corinthia, Άγιοι Θεόδωροι, Κόρινθος, 6985692372) στους Αγίους Θεοδώρους.
Σε άλλα νέα, η Κέρκυρα, ηγέτιδα δύναμη των Επτανήσων στον τομέα της φιλοξενίας, είδε πριν από λίγο καιρό τον ασιατικό luxury όμιλο της Banyan Tree να επιλέγει 210 στρέμματα στις πλαγιές της Μπενίτσας για να εγκαταστήσει εκεί το πρώτο ευρωπαϊκό location της μέσω του «Angsana Corfu» (Angsana Corfu, Μπενίτσες, Κέρκυρα, 2661022900). Ενός μεγαλόπρεπου ξενοδοχείου με 159 δωμάτια και σουίτες, 37 pool villas και ένα εντυπωσιακό spa με βίστες στο Ιόνιο, αλλά και την πρώτη εκτός Αθηνών έδρα του «Botrini’s» ως αιχμή της γαστρονομικής του πρότασης.

Όσο για την άλλη πλευρά της χώρας, η Hilton, ένα από τα πιο εμβληματικά brands του παγκόσμιου ξενοδοχειακού στερεώματος, επέλεξε την Κρήτη για να δοκιμάσει το πρώτο ξενοδοχείο της premium σειράς Curio Collection στην Ελλάδα, μέσω του «Royal Senses Resort», ενός πεντάστερου ξενοδοχείο 179 δωματίων (Royal Senses Resort, Πάνορμος, Ηράκλειο, 2834 055002) που, μεταξύ άλλων, διαθέτει δική του παραλία και μαρίνα, εξωτερική θερμαινόμενη πισίνα, γήπεδο τένις και spa. Όσο για τις Κυκλάδες; Η Radisson Blu «πάτησε» Σαντορίνη με το «Zaffron Resort» (Ζaffron Resort Santorini, Απόλλωνος & Μακεδονίας, Σαντορίνη, 694 028 5851) στο Καμάρι, ενώ περισσότερα από 700 εκατομμύρια ευρώ επενδύονται αυτήν τη στιγμή μονάχα στην ξενοδοχειακή υποδομή της Μυκόνου, που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες υποδέχτηκε στο μαγνητικό terroir της το «Destino Pacha Mykonos» (Destino Pacha Mykonos, Άγιος Στέφανος, Μύκονος, 2289025520). Αυτή είναι η πρώτη φορά που το ξενοδοχειακό concept του διάσημου ομίλου Pacha, που παντρεύει τη διασκέδαση με τη φιλοξενία, βγαίνει εκτός Βαλεαρίδων. Και το κάνει για να βρει μια θέση ‒πού αλλού;‒ στο νησί-κορωνίδα της ελληνικής high end φιλοξενίας.
Η συσπείρωση των Ελλήνων
«Η Ελλάδα περνά σε μια φάση ωριμότητας σε ό,τι αφορά το τουριστικό προϊόν της κι είναι μια φάση στην οποία τα brands θέλουν να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους», αναφέρει ο Κωνσταντίνος Σαντίκος, managing director του Santikos Collection, μιλώντας στο «T&T» για αυτή την –τρόπον τινά– έφοδο των ξένων δυνάμεων στο ξενοδοχειακό σκηνικό της χώρας. Κι ίσως το timing της σύμπραξης της Santikos με την Airotel για το σχηματισμό της Capital H ως εταιρείας διαχείρισης ξενοδοχείων να μην μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή, απ’ αυτή την περίοδο όπου ο χώρος φαίνεται να χρειάζεται ένα είδος συσπείρωσης δυνάμεων περισσότερο από ποτέ. «Η συνένωση δυνάμεων είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας» είναι η ατάκα που ξεχώρισε στην ανακοίνωση μιας συνεργασίας η οποία φαίνεται να βάζει ελληνικό πρόσημο σε μια γενικευμένη ανάγκη ομιλοποίησης του φιλοξενείν στη χώρα.
«Θεωρούμε ότι το διεθνές brand πάντα έχει θέση σε διεθνείς προορισμούς, όπως η χώρα μας, χωρίς όμως να επεμβαίνει στην αυθεντικότητα του ξενοδόχου και του ξενοδοχείου», επισημαίνει ο κ. Σαντίκος, διευκρινίζοντας ότι «αυτό που μας οδήγησε στη δημιουργία της Capital H ήταν η επιθυμία μας να φέρουμε στα ξενοδοχεία την οργάνωση, τον επαγγελματισμό και τη συνέχεια ενός brand, κρατώντας όμως τον individual χαρακτήρα του ξενοδοχείου».
Lux εναντίον mass, σημειώσατε 1

Τη θέση του στο ξενοδοχειακού τερέν, εντωμεταξύ, ενδυνάμωσε φέτος κι άλλος ένας μεγάλος παίκτης της χώρας, επενδύοντας στην περαιτέρω επέκταση του ήδη εμβληματικού brand του: η Grecotel. Η εξαγορά πέντε νέων ξενοδοχειακών μονάδων σε Κέρκυρα και Μύκονο ήταν η δική της απάντηση στην υγειονομική κρίση, η οποία προσέθεσε στο δυναμικό της εταιρείας 1.800 επιπλέον κλίνες. Η αποστροφή του πρόεδρου και ιδρυτή του ομίλου, κ. Νίκου Δασκαλαντωνάκη, ότι «η πανδημία θα περάσει, όμως ο τουρισμός δεν αντικαθίσταται με zoom», συνιστά τον χαρακτηριστικό υπότιτλο αυτού του επενδυτικού στοιχήματος, που έδωσε από νωρίς τον τόνο στη χρονιά.
Φυσικά, η στροφή της Grecotel σε προορισμούς όπως η Κέρκυρα και η Μύκονος, με το upscale τουριστικό προφίλ και τις luxury υποδομές να αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά, έχει τη σημασία της. Ιδίως υπό το πρίσμα μιας ξενοδοχειακής αγοράς που εμπλουτίζεται συνεχώς από premium προτάσεις διαμονής και tailored υπηρεσίες φιλοξενίας με ολιστικό πρόσημο.

Η προσέγγιση του ολοκαίνουργιου «Paros Cove» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου οι 45 κομψές σουίτες πλαισιώνονται από γαστρονομικό εστιατόριο με την υπογραφή του πολυβραβευμένου σεφ Γκίκα Ξενάκη απ’ το πάντα πρωτοπόρο «Aleria», αλλά και signature δημιουργίες του Βασίλη Κυρίτση στα κοκτέιλ, που φέρνει λίγη απ’ τη world class αίγλη του «The Clumsies» στο bar του ξενοδοχείου. Αντίστοιχα πλασάρεται στο τερέν των off-radar αποδράσεων και το «Meraviglia Slow Living», ένα boutique spa resort επτά κομψών σουιτών με χορταστικές ιδιωτικές πισίνες που χάνονται στο γαλάζιο του Ιονίου, όπως το αγναντεύει ο Μύτικας της Πρέβεζας – ένα αναπάντεχο location για κατάλυμα αυτού του επιπέδου.

«Η παγκόσμια οικονομία της φιλοξενίας απαιτεί εγρήγορση και διαρκή προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις», σημειώνει ο Αλέξανδρος Βασιλικός, πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας, μιλώντας στο «Τ&Τ» για τη διαφαινόμενη μεταστροφή του ξενοδοχειακού προϊόντος από το μαζικό στο premium μοντέλο. «Ο τουρισμός μέσα στο χρόνο έχει προσλάβει πολλές μορφές και μία απ’ αυτές είναι ο μαζικός τουρισμός, που καλύπτει τις ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών», επισημαίνει, προσθέτοντας ότι «είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που το ορίζει η ζήτηση και, συνεπώς, δεν θα πάψει να υφίσταται στα χρόνια που έρχονται. Από κει και πέρα, στο ΞΕΕ δεν περιμέναμε την κρίση της πανδημίας για να επισημάνουμε την ανάγκη για στροφή προς την ποιότητα, ούτως ώστε να σταματήσει το κυνήγι των αφίξεων». «Η στροφή στην ποιότητα είναι η σωστή απάντηση στα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις των καιρών», συνεχίζει, καταλήγοντας ότι «οι επενδύσεις στις οποίες αναφέρεστε, όπως και πολλές άλλες ακόμη, είναι ψήφος εμπιστοσύνης στον ελληνικό τουρισμό και στο ελληνικό ξενοδοχείο· είναι πηγή ενθάρρυνσης για να κάνουμε συνεχώς “update” στο προϊόν μας».
Επιστροφή στο μέλλον

Το update στο οποίο αναφέρεται o κ. Βασιλικός, δεν περιορίζεται, βέβαια, στα νέα ανοίγματα της χώρας. Εντελώς updated επανέρχεται, για παράδειγμα, το «Porto Carras Grand Resort», που επιστρέφει στον ξενοδοχειακό χάρτη έπειτα από διετή απουσία, ανακαινισμένο εκ βάθρων. «Καθώς ο κλάδος της πολυτελούς διαμονής αναπτύσσεται στην Ελλάδα, η Belterra Investments, στην οποία ανήκει το “Porto Carras Grand Resort”, παρουσιάζει στην αγορά μια νέα φιλοσοφία, στοχεύοντας να συνεισφέρει στη συνεχή ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας στο μέλλον», επισημαίνει ο Άλκης Σωτηρίου, γενικός διευθυντής του ξενοδοχείου, μιλώντας στο «Τ&Τ» για το όραμα που ξεδιπλώνει ο όμιλος στην περιοχή της Χαλκιδικής, επαναφέροντας το πεντάστερο ξενοδοχείο «Meliton» σε λειτουργία.

«Στρατηγικά, απευθυνόμαστε σε όλες τις αγορές που ενδιαφέρονται για διακοπές στην Ελλάδα», σημειώνει, μιλώντας για μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές εγκαταστάσεις του resort, όπως το πολυτελές καζίνο, το κέντρο θαλασσοθεραπείας, το γήπεδο γκολφ και οι εγκαταστάσεις ιππασίας, αλλά και το οινοποιείο Domaine Porto Carras, μαζί με τον μεγάλο βιολογικό του αμπελώνα, που είναι ήδη επισκέψιμος για τους φιλοξενούμενους του resort. «Η κυριότερη αγορά στην οποία στοχεύουμε, όμως, είναι η ελληνική», προσθέτει, υπογραμμίζοντας μια σημαντική τάση που βλέπουμε να επανέρχεται φέτος και ελπίζουμε να μη βρεθεί εκτός του ξενοδοχειακού χάρτη στα COVID-free χρόνια του μέλλοντος: την έμφαση στον Έλληνα.