
Ο Μπρεχτ έγραψε το αλληγορικό έργο του το 1941, τοποθετώντας τη δράση στο Σικάγο του Μεσοπολέμου, επιχειρώντας έναν παραλληλισμό της περιόδου που ακολούθησε το οικονομικό κραχ με αυτή που οδήγησε τον Χίτλερ στην εξουσία – έδωσε επίσης ρόλο στον Χίτλερ στο πρόσωπο του Αρτούρο Ούι, του αμοραλιστή ήρωα που, εκμεταλλευόμενος τη γενικευμένη ανέχεια και απελπισία, εισέρχεται στο τραστ του κουνουπιδιού και, βγάζοντας από τη μέση κάθε εμπόδιο (από τον πολιτικό, δικαστικό, δημοσιογραφικό ή επιχειρηματικό τομέα), ανέρχεται στην εξουσία.

Ο Άρης Μπινιάρης δεν αποδίδει απλώς το έργο μέσα από μια αξιοσημείωτου δυναμισμού σκηνική φόρμα, αλλά το επανατοποθετεί –νοητά αλλά αιχμηρότατα– στον 21ο αι. Έτσι, η παράσταση δεν λειτουργεί ως ένα αόριστο σχόλιο για το "ναζισμό και τον Χίτλερ", αλλά ως μια δραστική αποτύπωση του νεοναζιστικού κινήματος. Ακολουθώντας τη σκηνική θεωρία του Μπρεχτ για ένα θέατρο αφύπνισης αλλά όχι διδακτικό, ο Μπινιάρης καταφεύγει στα εργαλεία του επικού θεάτρου προκειμένου να καταρρίψει την ψευδαίσθηση (παρουσία γελωτοποιού/αφηγητή, εμβόλιμα τραγούδια, τιτλοφόρηση σκηνών), πρόθεση που κορυφώνεται στη συνολική αισθητική της παράστασης, η οποία εκτυλίσσεται ενώπιον των θεατών ως μία γκροτέσκα μασκαράτα – πολύ ωραία τοποθετημένη στη ράμπα/πασαρέλα του νέου θεατρικού χώρου, με τους θεατές να παρακολουθούν εκατέρωθεν το θέαμα.

Οι ήρωες του Μπρεχτ επανασυστημένοι από το σκηνοθέτη, και φυσικά χάρη στην οπτική τους ταυτότητα, αποτελούν ένα καινούργιο, αυτόνομο σύμπαν. Αυτό που κυρίως δημιουργούν μπροστά μας είναι η γέννηση του τέρατος, ως αποτέλεσμα μιας εκτρωματικής εποχής και κατάστασης. Έχοντας αποβάλει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, τα πρόσωπα είναι εξπρεσιονιστικές φιγούρες ενός εφιαλτικού κόσμου˙ αίσθηση που ενισχύεται από τους απόκοσμους φωτισμούς (Στέλλα Κάλτσου) και από την αισθητική των κόμικς αλλά και του μεσοπολεμικού καμπαρέ, διανθισμένου από ροκ-πανκ στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την όψη (σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης). Η επικού ύφους μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη διογκώνει τα δρώμενα και προσθέτει στο ύφος της παράστασης, αν και μπορεί να διατυπωθεί η ένσταση πως σε σημεία η σκηνική φόρμα "καταπίνει" το περιεχόμενο, ακόμη και από την άποψη της πρόσληψης του κειμένου.

Πολύ δυνατή η ομάδα των ηθοποιών, με επικεφαλής τον Γιώργο Χρυσοστόμου σε μία αξιομνημόνευτη ερμηνεία, ο οποίος αποδίδει με τρομερή εκφραστικότητα τον λυσσασμένο, εκτρωματικό Αρτούρο, μια προσωποποίηση του Κακού. Συνολικά οι ερμηνείες (Μιχάλης Βαλάσογλου, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης κ.ά.) υποκινούνται από μια ζωώδη ενέργεια, που έρχεται κατά κάποιον τρόπο στη θέση της ρυθμικής εκφοράς που χαρακτήριζε προηγούμενες δουλειές του Μπινιάρη: Ίσως το θέμα απαιτεί εστίαση στο σώμα παρά στο λόγο, ο οποίος εκφέρεται με αλλοιωμένους από τα μικρόφωνα ψιθύρους ή άναρθρες κραυγές, καταδεικνύοντας έτσι την κατρακύλα του ανθρώπου στο επίπεδο του υπάνθρωπου: Όσο περισσότερο αναρριχάται ο Αρτούρο, τόσο βυθίζεται στα κατώτερα των ενστίκτων του.
Περισσότερες πληροφορίες
Η άνοδος του Αρτούρο Ούι
Οι μηχανισμοί που στηρίζουν και εκτρέφουν το φασισμό βρίσκονται στο στόχαστρο σε αυτή την παραβολή που μεταφέρει τη δράση από τη Γερμανία στο γκανγκστερικό περιβάλλον της Αμερικής του Μεσοπολέμου.