Ωραία η ιδέα του Εθνικού να τιμηθεί η επέτειος των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή με ένα έργο παρηγορητικό και τρυφερό. Το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του Βενέζη, γραμμένο μέσα στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, λειτουργεί ως καταφύγιο, καθώς μεταφέρει τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια στο Αϊβαλί και ειδικά από τα καλοκαίρια που περνούσε στα όρη Κιμιντένια, στο υποστατικό του παππού και της γιαγιάς του, μέχρι το 1914 και τους πρώτους διωγμούς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας, μεγεθυμένος και εξωραϊσμένος, που αποτελούνταν πρώτα απ’ όλα από το φυσικό περιβάλλον, τη γη, τα δέντρα και το χώμα της γης της Αιολίας, μαζί με τα πετούμενα και τα άγρια θηρία κυριαρχούν στις αναμνήσεις του νεαρού Πέτρου, alter ego του συγγραφέα – και δίπλα τους οι άνθρωποι που συναναστράφηκε σε αυτό το σταυροδρόμι εθνοτήτων, οι κυνηγοί, ο επιστάτης του υποστατικού, η πιο αγαπημένη από τις αδερφές του και συντρόφισσα στις περιπέτειές του, οι περαστικοί αλλά και οι μονιμότεροι επισκέπτες, άνθρωποι που αποκτούν μυθική αίγλη μέσα στις παιδικές αναμνήσεις του.
Με μια μουσική, σχεδόν οπερατική έναρξη, η παράσταση του Τάκη Τζαμαργιά προϊδεάζει για μια συγκινησιακά φορτισμένη και σκηνικά εμπλουτισμένη απόδοση του βιβλίου, όμως η παράσταση σημειώνει φθίνουσα πορεία και καταλήγει σε ένα κατά κύριο λόγο λογοκεντρικό θέαμα που δεν υπερβαίνει τις εγγενείς δυσκολίες μεταφοράς ενός λογοτεχνήματος στη σκηνή και από το οποίο απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος η θέρμη στην απόδοση των σκηνών. Το λιτό σκηνικό στα χρώματα της ώχρας μεταφέρει τη ζεστασιά της αιολικής γης και λειτουργεί ως άδειο φόντο για τα βίντεο του Παντελή Μάκκα, που ζεσταίνουν τη σκηνική ατμόσφαιρα, όμως οι χαμηλοί όγκοι του σκηνικού του βάζουν εμπόδια στην κίνηση των ηθοποιών. Η δραματουργία (Σάββας Κυριακίδης, συνεργασία του Δημήτρη Χαλιώτη) καταφεύγει στη βασική λύση της αφήγησης/δράσης, ακολουθώντας έναν χρονολογικό και νοηματικό άξονα και μεταδίδει κάποιες αισθήσεις και συναισθήματα, χωρίς όμως να επεξεργάζεται το πρωτογενές υλικό με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο που θα αναδείκνυε περισσότερο στιγμές, πρόσωπα, εικόνες. Πάνω σε αυτό τον βασικό καμβά, η σκηνοθεσία εμφανίζεται διεκπεραιωτική, επιχειρώντας ίσως να αφήσει το κείμενο "να μιλήσει". Αμήχανη κινησιολογία ειδικά στις ομαδικές σκηνές (Αμάλια Μπένετ), σκηνές που διαδέχονται η μία την άλλη προκειμένου να γνωρίσουμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα της "Αιολικής γης" και κάποια παρουσία μουσικής και τραγουδιών (Λευτέρης Βενιάδης) χαρακτηρίζουν την παράσταση. Οι καλοί ηθοποιοί δείχνουν να μην έχουν καθοδήγηση ή από πού να πιαστούν, ειδικά αυτοί των βασικών ρόλων: Μιχάλης Συριόπουλος (Πέτρος), Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Άρτεμη), Χαρά-Μάτα Γιαννάτου (Ντόρις), άλλοι δεν καταφέρνουν –υπό το βάρος της διασκευής και της σκηνοθεσίας– να προσδιορίσουν το ήθος του ρόλου τους, όπως ο Μάξιμος Μουμούρης (Αντώνης Παγίδας), ενώ συγκινητικότερος είναι ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος (Γιωζήφ).
Περισσότερες πληροφορίες
Αιολική γη
Οι παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα πριν τους πρώτους διωγμούς και τη μεγάλη καταστροφή στη Μικρά Ασία σε μία παράσταση που χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, την τεχνική της sand art.