Αν ο σκηνοθέτης, από φόβο μην επαναληφθεί, επιχείρησε να διαφοροποιηθεί πάση θυσία από την κατά γενική ομολογία πολύ επιτυχημένη παράσταση «Επτά επί Θήβας» που σκηνοθέτησε προ διετίας, το κατάφερε, αλλά ακολουθώντας τελικά λάθος δρόμο.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια που, ούτως ή άλλως, «δεν του βγήκε» και όχι απλώς με μια δουλειά που δεν είναι τόσο καλή όσο η προηγούμενή του. Τόση ακαμψία, έλλειψη δράσης και πάθους, έμφαση στη μονότονη αφήγηση κι έναν παροπλισμένο Χορό είναι δύσκολο να τα δεχτεί κάποιος, και μάλιστα από έναν σκηνοθέτη που στην περίπτωση των «Επτά επί Θήβας» είχε πάρει μια επίσης «προβληματική», από άποψη εκτεταμένου αφηγηματικού χαρακτήρα, τραγωδία και τη μετουσίωσε σε ένα μεστό θέαμα, πλήρες δράσης, συγκινήσεων κι αισθημάτων.
Στο πρώτο μέρος της τριλογίας της Ορέστειας, ο Αγαμέμνων φτάνει στις Μυκήνες νικητής από την Τροία, κουβαλώντας ως λάφυρο πολέμου την Κασσάνδρα, για να βρει το θάνατο από το χέρι της Κλυταιμνήστρας, η οποία τον έχει ήδη αντικαταστήσει στο θρόνο και το κρεβάτι με τον Αίγισθο. Άραγε το έργο ήταν αυτό που ενέπνευσε στον Γκραουζίνις τη μνημειακή αναπαράσταση, από πρόθεση να αναχθούν τα πρόσωπα σε μορφές πάνω και πέρα από το ανθρώπινο; Πάντως, με αυτήν την επιλογή χάθηκαν οι κλιμακώσεις και οι επιμέρους συγκρούσεις του κειμένου και αυτό που παραδόθηκε στους θεατές ήταν μια παράθεση αφηγηματικών ρήσεων με μερικά διαλείμματα ενός Χορού χωρίς μέλος και κίνηση.
Η έλλειψη δράσης ή έστω συμπληρωματικής ατμόσφαιρας –η μουσική ήταν επίσης ελλιπής– στοίχισε ιδιαίτερα, καθώς από ένα σημείο και μετά ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει κάποιος έστω το περιεχόμενο των λεγομένων. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις του Χορού χάθηκαν μέσα στην υποτυπώδη κίνηση (Έντι Λάμε) και τη «με ένα στόμα μια φωνή» εκφώνηση των περισσότερων χορικών (μουσική διδασκαλία: Χάρης Πεγιάζης), ενώ οι ηθοποιοί οδηγήθηκαν μεν σε έντονες ερμηνείες, άκαμπτες όμως και με έμφαση στη σκιαγράφηση ενός ήθους χωρίς μεταβολές.
Αποκορύφωμα στάθηκε η ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που εγκλωβίστηκε σε μια αυστηρή σκληρότητα φωνής και σώματος, με βλέμμα συνεχώς στυλωμένο στο κενό κι ελάχιστη διάδραση με το περιβάλλον, ακόμη και κατά τις κρίσιμες στιγμές που μοιράστηκε με τον Αγαμέμνονα. Ακόμη και στην απόδοση του Κήρυκα, για τον οποίον επιλέχτηκε μια περισσότερο σωματική ερμηνεία, η κίνηση του Αργύρη Πανταζάρα φάνηκε αφύσικη, ίσως λόγω της γενικότερης ακινησίας, ενώ η ερμηνεία της Ιώβης Φραγκάτου ως Κασσάνδρας επιβεβαίωσε τη δυσκολία του ρόλου.
Τελικά από το σύνολο των ηθοποιών –που φαίνεται ότι υπάκουσαν σε συγκεκριμένες σκηνοθετικές οδηγίες– διασώθηκαν ο Θοδωρής Κατσαφάδος (Φύλακας) και ο Γιάννης Στάνκογλου, ο οποίος, μεταπηδώντας από τον Αγαμέμνονα στον Αίγισθο, έπλασε δύο διαφορετικά πρόσωπα και τουλάχιστον έπεισε, και στις δύο περιπτώσεις, ότι ένιωθε τι λέει.
Οι επόμενοι σταθμοί της περιοδείας είναι οι εξής: Θέατρο Βριλησσίων «Αλίκη Βουγιουκλάκη» (17/9), Δημοτικό Αμφιθέατρο Κορυδαλλού «Θανάσης Βέγγος» (18/9), Δημοτικό Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης (19/9), Άλσος Νέας Σμύρνης (20/9). Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Αγαμέμνων
Το πρώτο έργο της Ορέστειας αφηγείται την επιστροφή του Αγαμέμνονα στο Άργος μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Η Κλυταιμνήστρα, με συνεργό τον Αίγισθο, θέλει να πάρει εκδίκηση από τον σύζυγό της για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας στην Αυλίδα.