Ο καταδικασμένος έρωτας της Κάθριν και του Χίθκλιφ ζωντανεύει σε μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική κι ενδιαφέρουσα σκηνική πρόταση που εκμεταλλεύεται διάφορα θεατρικά εργαλεία, όπως και την αισθητική σφραγίδα του σκηνοθέτη, αλλά διακρίνεται από ανισότητες που στοιχίζουν στο αποτέλεσμα.
Ο Σίμος Κακάλας έπεσε στα βαθιά με αυτήν του την επιλογή, αν αναλογιστούμε τόσο τον όγκο του πρωτοτύπου όσο και τις δυσκολίες που προκύπτουν από τη σκηνική μεταφορά των λογοτεχνικών κειμένων. Εδώ η διασκευή της Έλενας Μαυρίδου φαίνεται να λειτουργεί καλά, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την αφηγηματική φόρμα του μυθιστορήματος και σίγουρα η απόφαση να παρουσιαστεί μόνο το πρώτο μισό αποτιμάται θετικά, καθώς δίνει την ευκαιρία στους συντελεστές να το «απλώσουν» στη σκηνή αντί να καταφύγουν σε μια βεβιασμένη σύντμησή του. Όμως θα πρέπει να επισημανθεί πως ακόμη κι έτσι η μεγάλη διάρκεια της παράστασης αποδεικνύεται επιζήμια, ίσως γιατί από ένα σημείο κι έπειτα τα σκηνοθετικά ευρήματα κοντράρονται με το έργο αντί να συμπλέουν με αυτό.
Η παράσταση δηλώνει εξαρχής πως θα παίξει με τη θεατρική σύμβαση, λύση που αποδεικνύεται εύστοχη, καθώς διευκολύνει το εγχείρημα και δίνει ωραίες ιδέες. Από το σκηνικό, το οποίο στήνει στη σκηνή του θεάτρου ένα πατάρι με κουίντα και αυλαία που φιλοξενεί τη δράση των εσωτερικών χώρων (Ράνια Εμμανουηλίδου), μέχρι τα διάφορα θεατρικά εργαλεία –τη χρήση μάσκας (Μάρθα Φωκά) και κούκλας (Στάθης Μαρκόπουλος), τα εμφανή παιχνίδια με το φως, τα αυτοσχέδια σκηνικά εφέ, το θέατρο σκιών–, όλα υποδηλώνουν πως δεν υπάρχει πρόθεση δημιουργίας ρεαλιστικής ψευδαίσθησης. Κι όμως η παράσταση μέχρις ενός σημείου έχει τέτοιο βάρος και τόσο ωραία δομημένη ατμόσφαιρα, που σε ρουφάει μέσα στην ιστορία έτσι όπως την ξετυλίγει στο ημίφως των κεριών, με τους ηθοποιούς να αφηγούνται και να ερμηνεύουν, αλλά να μοιάζουν και σαν τα ίδια τα πρόσωπα του βιβλίου που ζωντάνεψαν και ξεπήδησαν από τις σελίδες του. Αυτήν την εντύπωση μου προκάλεσαν τουλάχιστον η ελαφρώς στιλιζαρισμένη κίνησή τους, σε στιγμές σαν μαριονέτας, και η παγωμένη σε μια σταθερή έκφραση μάσκα που τους έδινε «μέγεθος».
Τα πράγματα όμως αλλάζουν στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όταν χάνεται σταδιακά η λεπτή ισορροπία που τη διέτρεχε και της έδινε συνοχή. Υπεύθυνη θεωρώ την κατάληξη της υποκριτικής καθοδήγησης: από τη μία ενέτεινε σε υπερβολικό βαθμό το στιλιζάρισμα κάποιων ρόλων (Ισαβέλλα, Χίθκλιφ), σε σημείο να βλέπουμε μπροστά μας καρτούν, χωρίς ωστόσο τη δύναμη της παρόμοιας προσέγγισης που είχε ακολουθήσει ο σκηνοθέτης στην «Γκόλφω» – τους έκανε να μοιάζουν με καρικατούρες και το συναίσθημα ισοπεδωνόταν.
Από την άλλη άφησε τους υπόλοιπους ρόλους σε «ρεαλιστικά» μονοπάτια, και μάλιστα όχι πάντα καλοπαιγμένα, με αποτέλεσμα η δραματική διάθεση να μετατραπεί σε «μελό». Το αποτέλεσμα ήταν να παρακολουθούμε μια όχι αρμονική συνύπαρξη δύο τάσεων που, αν και προέκυψαν από συγκεκριμένες προθέσεις, αδικούν ό,τι έχει προηγηθεί, δηλαδή μια δυναμική πρόταση σκηνικής ερμηνείας της λογοτεχνίας. Παρά τις διατυπωμένες αντιρρήσεις, βέβαια, έχουν ήδη δημιουργηθεί προσδοκίες για τη συνέχεια.
ΧΩΡΟΣ ΘΕΑΤΡΟ Πραβίου 6, Βοτανικός, 2103426736. Διάρκεια: 150΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ανεμοδαρμένα ύψη - Μέρος 1ο
Μέσω σύγχρονων τρόπων αφήγησης, η ομάδα παρουσιάζει το γνωστό στόρι που θέλει τον Χίθκλιφ να επιστρέφει απροσδόκητα στη ζωή της Κάθριν για να κερδίσει την αγάπη της, εκδικούμενος ό,τι την περιβάλλει