Ανομολόγητα, παράφορα ερωτικά πάθη οδηγούν σε μια οικογενειακή τραγωδία, χωρίς να παραλείπονται οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Η πολύσημη κοινωνική γραφή του Αμερικανού δραματουργού στήνει παγίδες σε αυτήν την ανολοκλήρωτη σκηνοθετική προσέγγιση.
Αν λάβουμε υπόψη ότι οι πρώτες κριτικές στα μέσα της δεκαετίας του ’50 για το έργο του Μίλερ αμφιταλαντεύτηκαν για το αν πρόκειται για μια οικογενειακή τραγωδία ή απλώς για ένα ρομαντικό μελόδραμα, ίσως κατανοήσουμε ευκολότερα τους λόγους για τους οποίους η Νικαίτη Κοντούρη δεν κατάφερε να αναμετρηθεί ικανοποιητικά μαζί του. Αν προσθέσουμε δε πως στο οικογενειακό δράμα προστίθεται το πολιτικό background, τα πράγματα θολώνουν περισσότερο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο θεματικός πλουραλισμός είναι που κάνει το «Ψηλά από τη γέφυρα» ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες και αναγνώσεις, η καθεμία από τις οποίες μπορεί να φωτίσει περισσότερο μια πτυχή έναντι κάποιας άλλης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Νικαίτη Κοντούρη φαίνεται να στάθηκε αναποφάσιστη ανάμεσα στο πολιτικό σχόλιο και το ψυχολογικό επίπεδο, αφήνοντας εντέλει και τα δύο ανολοκλήρωτα. Παρότι, για παράδειγμα, σε ένα σημερινό ανέβασμα θα νομιμοποιούνταν μια σύνδεση των Ιταλών παράνομων μεταναστών του τότε που κατέφταναν στη Νέα Υόρκη με τους πρόσφυγες του σήμερα, η εναρκτήρια σκηνή με τους ανθρώπους με τα πορτοκαλί γιλέκα μέσα στη βάρκα ήταν ένα εύρημα που αφέθηκε ανεκμετάλλευτο, επιχειρώντας μάλλον να απευθυνθεί στα συναισθηματικά μας αντανακλαστικά. Ή μπορεί η σκηνοθεσία να επέλεξε τη συνεχή υπενθύμιση του κοινωνικοπολιτικού προσήμου, πλαισιώνοντας τη δράση με βουβές σκηνές από τη ζωή των ανθρώπων του λιμανιού, οι ηθοποιοί όμως χάθηκαν στο βάθος της μεγάλης σκηνής και η πρόθεση έμεινε μισή.
Τα πράγματα δεν βελτιώνονται, ούτε αν αφήσουμε το πολιτικό επίπεδο στην άκρη. Στο επίκεντρο του έργου, άλλωστε, βρίσκεται η ιστορία του Έντι Καρμπόνε, του Ιταλοαμερικάνου λιμενεργάτη και κρυφά ερωτευμένου με την ανιψιά της γυναίκας του, ο οποίος, τυφλωμένος από το πάθος, καταδίδει στις αρχές τον παράνομο μετανάστη που φιλοξενεί, μόλις αντιληφθεί πως έχει σχέση με την ανιψιά του και πρόκειται να παντρευτούν. Μια σύγχρονη τραγωδία δηλαδή, για την οποία μάλιστα ο Μίλερ μεταχειρίστηκε ελεύθερα το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής, εισάγοντας τον ρόλο του δικηγόρου Αλφιέρι που λειτουργεί ως Χορός/Αφηγητής κι επιχειρώντας να προσδώσει στα πρόσωπα αρχετυπική διάσταση.
Στην παράσταση βλέπουμε ηθοποιούς αναγνωρισμένων ικανοτήτων και άλλους νεότερους να βρίσκονται στη σκηνή, επιχειρώντας να δείξει ο καθένας με πειθώ την προσωπική του θέση μέσα στην τραγωδία, χωρίς όμως να συντονίζονται μεταξύ τους, ειδικά οι ηθοποιοί της επίμαχης τετράδας: Γιώργος Κιμούλης (Έντι), Μαρία Κεχαγιόγλου (Μπέατρις), Ηλιάνα Μαυρομάτη (Κάθριν), Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ροντόλφο). Τι μένει τελικά; Ένα ωραίο έργο, η ουσιαστικά λιτή ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου (Αλφιέρι) και αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα: μόλις με μία εικόνα, τους δεκάδες γάντζους που αιωρούνται πάνω από τους ηθοποιούς, αποτύπωσε το αναπόδραστο της μοίρας των ηρώων.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ) Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια, 2105288170. Διάρκεια: 130΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ψηλά από τη γέφυρα
Το αυτοκαταστροφικό πάθος του Έντι Καρμπόνε για τη νεαρή ανιψιά του στο οικογενειακό δράμα του 1955.