Ρισκάροντας αλλά κι επιδιώκοντας να προκαλέσει τις εντυπώσεις, ενδεχομένως και αντιδράσεις, ο Σωτήρης Χατζάκης σκηνοθετεί την Τάμτα και τον Τάκη Ζαχαράτο στο πρώτο μιούζικαλ της σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας κι εν τέλει δικαιώνεται.
Πράγματι, μπορεί η παράσταση να μη φέρνει τα πάνω κάτω ή να μη κομίζει κάτι καινούργιο στον τρόπο με τον οποίο ανεβαίνουν τα μιούζικαλ, όμως τιμάει το είδος και υπενθυμίζει γιατί ειδικά το Cabaret δεν είναι «ακόμη ένα» από αυτά, δικαιώνοντας έτσι την απροσδόκητη –από άποψη ρεπερτορίου– επιλογή του Χατζάκη. Η τοποθέτηση της δράσης στο Βερολίνο των αρχών της δεκαετίας του ’30, λίγο προτού ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία, καθιστά το «Cabaret» ένα από τα λίγα μιούζικαλ με πολιτικό περιεχόμενο, μια και η ερωτική ιστορία ενός Αμερικανού συγγραφέα και μιας χορεύτριας εξελίσσεται παράλληλα με τις πολιτικές ζυμώσεις και καθορίζεται από αυτές.
Η παράσταση, στο εντυπωσιακό αποτέλεσμα της οποίας συντελούν καθοριστικά η ορχήστρα και η διεύθυνσή της από τον Αλέξη Πρίφτη, μεταφέρει την ψευδαισθητική ατμόσφαιρα του μεσοπολεμικού καμπαρέ ως χώρου διαφυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα, που όμως δεν μπορεί παρά να εισβάλει σε αυτό, κάτι που επισημαίνουν εκτός της ίδιας της υπόθεσης και οι εύγλωττες προβολές (π.χ. αντισημιτικών γελοιογραφιών της εποχής) οι οποίες συνοδεύουν τις αλλαγές των σκηνών.
Η παραγωγή είναι αξιοσημείωτη σε επίπεδο σκηνικών (Μανόλης Παντελιδάκης) και κοστουμιών (Άγγελος Μέντης), οι χορογραφίες (Δημήτρης Παπάζογλου), αν και αναμενόμενες, είναι επαρκείς και χορταστικές, το ούτως ή άλλως ενδιαφέρον στόρι ευτυχεί στη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, ενώ το στοίχημα της ελληνικής απόδοσης των στίχων από την Αφροδίτη Μάνου –το βασικό αγκάθι στο ανέβασμα των μιούζικαλ, καθώς τα πρωτότυπα τραγούδια τους έχουν μείνει στη συνείδηση των θεατών– κρίνεται επιτυχημένο, ολοκληρώνοντας θετικά το εγχείρημα σε οπτικοακουστικό επίπεδο.
Η παράσταση χωλαίνει σε στιγμές από άποψη ρυθμού, ενώ η καθοδήγηση των ηθοποιών –Ευθύμης Ζησάκης (Κλιφ), Κατερίνα Διδασκάλου (Φροϊλάιν Σνάιντερ), Τάσος Νούσιας (Χερ Σουλτζ), Βασίλης Μπισμπίκης (Ερνστ Λούντβιγκ)– είναι η ελάχιστη δυνατή, με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν μεν με άνεση δίνοντας τα περιγράμματα των ρόλων τους, αλλά να μην εμβαθύνουν ιδιαίτερα. Το ίδιο παρατηρείται και στην ερμηνεία της Τάμτα, η οποία όμως ως Σάλι Μπόουλς επιδεικνύει αξιοσημείωτο σκηνικό εκτόπισμα και διαθέτει τη φωνή για να υποστηρίξει το τραγουδιστικό κομμάτι.
Ο Τάκης Ζαχαράτος κερδίζει δικαιωματικά τα ηνία της παράστασης. Δεν προσαρμόζει τον ρόλο του Κομπέρ σε ενδεχόμενες ευκολίες, παραμένει αξιοσημείωτα εκφραστικός παρά το βαρύ μακιγιάζ και τα φορτωμένα κοστούμια, είναι ταυτόχρονα ανιματέρ, σχολιαστής και απόλυτος συντονιστής των δρώμενων. Κυρίως όμως δημιουργεί με απόλυτη σοβαρότητα ένα μεταιχμιακό ον ρευστού φύλου και σεξουαλικής ταυτότητας, ταυτοχρόνως άφυλο και ανδρόγυνο, ασέξουλ και πανηδονιστικό, που με δεδομένη τη συντηρητική τάση που παρατηρείται σχετικά με τα ζητήματα φύλου καθιστά αυτήν την παράμετρο σημαντικότερη και από την πολιτική διάσταση του έργου.
ΠΑΛΛΑΣ Βουκουρεστίου 5 (City Link), κέντρο, 2103213100. Διάρκεια: 130΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Cabaret
Βερολίνο, 1930: κατά την ανάδυση του ναζισμού ένα υπόγειο καμπαρέ κινείται στους ρυθμούς της νύχτας. Σαγήνη, έρωτας κι εκκεντρικότητα σε μια υπερπαραγωγή με τους πρωτότυπους στίχους της Αφρ. Μάνου.