Η εμβληματική ταινία του Σουηδού κινηματογραφιστή, η οποία ανατέμνει εξονυχιστικά τη σχέση μιας επιτυχημένης πιανίστα και της κόρης της που την κατηγορεί για αδιαφορία, μεταφέρεται στη σκηνή σε μια προσεγμένη παράσταση με επίκεντρο τις υποκριτικές ερμηνείες.
Ως ένα δράμα δωματίου εστιασμένο στα πρόσωπα που το κατοικούν αντιμετώπισε ο Άρης Τρουπάκης τη «Φθινοπωρινή σονάτα», καθοδηγούμενος από τις θεατρικές ποιότητες του σεναρίου του Μπέργκμαν, ο οποίος ανήκει με τον τρόπο του στην παράδοση των Σκανδιναβών σπουδαίων δραματουργών Ίψεν και Στρίντμπεργκ – απλώς χρησιμοποιεί την κινηματογραφική γλώσσα. Το σενάριο, με την ενότητα χώρου και χρόνου που το διακρίνει (διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα σπίτι και σε λιγότερες από 24 ώρες) και με το ενδιαφέρον του στραμμένο στη δυσλειτουργική σχέση μητέρας και κόρης που συναντιούνται ύστερα από επτά χρόνια αποχωρισμού, μπορεί να διασκευαστεί για τη σκηνή χωρίς ουσιαστικές απώλειες, όπως κι έγινε.
Ο σκηνοθέτης μείωσε το καστ στα τρία βασικά πρόσωπα, τη διάσημη πιανίστα Σαρλότ, την κόρη της Εύα και τον άντρα της Εύας Βίκτορ (κρατώντας για την ανάπηρη αδερφή της Εύας μόνο μια φωνητική παρουσία, που λειτουργεί εύστοχα παρ’ όλα αυτά), κι εστίασε στη δημιουργία ατμόσφαιρας εγγύτητας και οικειότητας. Οι θεατές αντιμετωπίζονται ήδη πριν από την έναρξη ως επισκέπτες του σπιτιού στο οποίο πρόκειται να διαδραματιστεί η σύγκρουση των δύο γυναικών, όταν από το φουαγιέ ο Βίκτορ συστήνεται μέσα από το μαγνητοσκοπημένο βίντεο, ενώ αμέσως μετά μας υποδέχεται έναν έναν στη σκηνή. Εκεί το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, με τους τόνους του μπεζ να κυριαρχούν μεταδίδοντας μια φαινομενική αίσθηση γαλήνης, δεν είναι μόνο από τα ωραιότερα ή λειτουργικότερα της σεζόν, αλλά πετυχαίνει να συλλάβει την ουσία του έργου: η επίπεδη πρόσοψή του, που κρύβει τα αντικείμενα και τα έπιπλα που θα χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια, λειτουργεί σε αναλογία με όλες τις σκέψεις, τα καταπιεσμένα συναισθήματα, τα απωθημένα που θα βγουν στην επιφάνεια.
Η διακριτική σκηνοθεσία του Τρουπάκη αφήνει το λόγο στους ηθοποιούς και η επιδίωξη της εσωτερικής εμβάθυνσης στους ρόλους και στις σχέσεις τους είναι εμφανής. όμως για αρκετή ώρα η παράσταση εξελίσσεται χωρίς διακυμάνσεις, με κάποια υποτονικότητα, έως ότου έρθει η στιγμή της σύγκρουσης μητέρας και κόρης, οπότε και ανεβαίνει η θερμοκρασία. Οι δύο γυναίκες φωτίζονται επαρκώς, ειδικά η Εύα της Δέσποινας Κούρτη, που συμπυκνώνει στην ερμηνεία της την αμφιταλάντευση μεταξύ της αγωνιώδους αναζήτησης της μητρικής αγάπης και της ταυτόχρονης απαξίωσής της, ενώ η ερμηνεία της Μπέτυς Αρβανίτη διακρίνεται κυρίως για τη με σθένος υπεράσπιση του δίκιου που φέρει και η δική της ηρωίδα. Ο Δημήτρης Ήμελλος, αν και απών στο μεγαλύτερο μέρος της κύριας δράσης, καταφέρνει να επιβληθεί, ως σπουδαίος ηθοποιός που είναι, συχνά μόνο με τη σιωπηλή παρουσία του. Το κλείσιμο της παράστασης από τα δικά του χέρια, όταν τακτοποιεί το αναστατωμένο από τον καβγά σπιτικό, είναι μια θαυμάσια νύξη για τον ρόλο του ως αφανούς στηρίγματος ενός γάμου ο οποίος πάσχει από την ίδια νόσο που βασανίζει τις δύο ηρωίδες: το έλλειμμα αγάπης.
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, 2108838727. Διάρκεια: 127΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Φθινοπωρινή σονάτα
Η συνάντηση μιας μητέρας με την κόρη της ύστερα από επτά χρόνια. Η μητέρα, πιανίστα διεθνούς φήμης, με μια ζωή μακριά και πέρα από κάθε οικογενειακή δέσμευση προσπαθεί να πλησιάσει το παιδί της.