Με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τον Ορφέα Αυγουστίδη να ξεχωρίζουν και κάποιους ακόμη ηθοποιούς να δίνουν συμπαθείς ερμηνείες, μια αδιάφορα σκηνοθετημένη πολύωρη παράσταση-αναπαράσταση της υπόθεσης ενός σπουδαίου κειμένου, το οποίο, ωστόσο, συγκλονίζει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Όλοι τη γνωρίζουμε. Το πάθος της «Άννα Καρένινα» (1878) είναι, εξάλλου, γνωστό: σύζυγος ισχυρού τσαρικού παράγοντα και μητέρα ενός παιδιού ερωτεύεται έναν αξιωματικό, αποκτά μαζί του παιδί, σκανδαλίζει τον περίγυρό της κι απομονώνεται, ενδίδει στη μορφίνη, χάνει τα λογικά της και αυτοκτονεί πέφτοντας στις ράγες του τρένου. Κι όμως, όσο γνώριμα –έως και «γραφικά»– ακούγονται όλα αυτά, η ηρωίδα του Τολστόι θα μείνει ανεξιχνίαστη στο διηνεκές, αειθαλές αντικείμενο της λογοτεχνικής κριτικής, της ψυχανάλυσης, της κοινωνιολογίας…
Μια ανοιχτή διερώτηση είναι η ύπαρξή της, συνώνυμη της ιερότητας και της δαιμονικότητας που ενέχουν η ελευθερία και ο έρωτας. «Κανένας δεν με ξέρει. Ούτε εγώ τον εαυτό μου. Γιατί βρίσκομαι εδώ;», αναρωτιέται και η Μαρία Ναυπλιώτου, ενσαρκώνοντάς τη με ήμερη δύναμη, αξιοπρόσεκτες μεταπτώσεις κι ένα πολυκύμαντο φινάλε. Ερμηνευτική επάρκεια επιδεικνύουν και οι Ορφέας Αυγουστίδης, Μελέτης Ηλίας, Ευγενία Δημητροπούλου, Μαρία Σαββίδου, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Δήμητρα Σιγάλα κ.ά.
Η σκηνική μεταφορά ενός λογοτεχνικού magnum opus είναι, ομολογουμένως, ένας άθλος. Η διασκευή των αδερφών Κούφαλη αφουγκράζεται τους βασικούς θεματικούς πυλώνες και το πνεύμα της εποχής αλλά υστερεί σε εκφραστικότητα και πυκνότητα, ενώ αφανίζει τους συσχετισμούς των εσωτερικών μονολόγων που διέπουν το μυθιστόρημα (πρωτίστως, εκείνον της Καρένινα και του Λεβίν-alter ego του Τολστόι). Η παράσταση του Πέτρου Ζούλια εικονογραφεί προσεγμένα τα τεκταινόμενα, εντοπίζοντας εξίσου το κωμικό όσο και το τραγικό αλλά με μια λογική προσεγμένης ορθότητας και πρώτου επιπέδου ανάλυσης, δίχως φαντασία ή στοχαστικότητα. Η θεατρικότητα ηττάται κατά κράτος, κι όχι μόνο από τα μικρόφωνα-ψείρες. Τα πάντα εκτυλίσσονται μέσα στα άκομψα βαγόνια ενός ογκώδους τρένου, το οποίο καταδυναστεύει τη σκηνή, στριφογυρίζοντας σαν καρουζέλ (σκηνικά/κοστούμια: Αναστασία Αρσένη).
Ο θίασος είναι διαρκώς παρών, παρατηρώντας μέσα από τα κουπέ τους δύο εραστές. Μετατοπίζεται έτσι το κέντρο βάρους από την εσωτερική πάλη των ηρώων στη σφαίρα της έξωθεν κοινωνικής πίεσης και από την τραγωδία στο ηθικώς μεμπτό. Τα πάντα υπογραμμίζονται ανελέητα: ροζ τουαλέτα για την «αθώα» Κίτι, πορφυρή για τη «μοιραία» Καρένινα, ασορτί με –ζωντανό– σκυλάκι η «πρακτική» κόμισσα. Η λογική των παράλληλων μονολόγων, καθώς και οι μεταστροφές των χαρακτήρων, χάνονται μέσα στη νατουραλιστική περιγραφικότητα, τους άνευρους ρυθμούς και το άγχος για σκηνική οικονομία. Ουδέποτε, επίσης, συγκροτείται υποκριτικός κώδικας. Δίχως οργανική σχέση με τους συμπαίκτες τους ή τα λεγόμενά τους, οι ηθοποιοί παίζουν όπως ξέρουν και όπως μπορούν–χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο υπερκινητικός Γεράσιμος Γεννατάς και, αντίστροφα, ο υποτονικός Μάξιμος Μουμούρης.
Η ομίχλη, το χιόνι, ο καπνός, οι τουαλέτες εποχής και οι λυπητερές μελωδίες (Θοδωρής Οικονόμου) είναι εκεί, σε μια «φτιαχτή» ατμόσφαιρα, δίχως μαγεία ή πλαστικότητα, παραπέμποντας στο παλιακό, κακώς εννοούμενο «κλασικό θέατρο» περασμένων δεκαετιών και σε μια τελματωμένη από καιρό παραστασιακή παράδοση.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - REX Πανεπιστημίου 48, 2103305074. Διάρκεια: 210΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Άννα Καρένινα
Οι ανθρώπινες σχέσεις αλλοιώνονται από τις κοινωνικές συμβάσεις και η εμβληματική ηρωίδα θα πληρώσει ακριβά το τίμημα του πάθους της.