Θέαμα-σπουδή στην παραγωγή σκηνικής μαγείας, η φεστιβαλικής υφής παράσταση είναι μια γοητευτική διασκευή της σαιξπηρικής «Τρικυμίας», η οποία παίζεται από δύο μόνο ηθοποιούς, μέσα σε ένα διαμερισματάκι τον καιρό της Χούντας.
«Κοριτσάκι μου, καρδιά μου, ψυχούλα μου, ξύπνησες»: Στη συγκινητική έναρξη, έτσι στοργικά ξυπνά ο Λαέρτης Μαλκότσης την κοιμωμένη Ιωάννα Παππά. Εκείνη του απαντά με άναρθρες κραυγές και σπασμωδικές κινήσεις. Είναι ανάπηρη – μόνο τα χέρια της «μιλούν». Φτύνει τη σούπα που της προσφέρει, περιφρονεί τα κανακέματά του κι ένα μόνο του ζητά: να της διαβάσει την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. «Πάλι; Ποτέ δεν θα κουραστείς μ’ αυτό το βιβλίο;» αναρωτιέται εκείνος – είναι, καθώς φαίνεται, το εσωτερικό τους συνήθειο. Αυτό ήταν.
Η ανάγνωση σύντομα θα σβήσει και το θέατρο θα (ξανα)ξεκινήσει. Πατέρας και κόρη θα αναπαραστήσουν το πεντάπρακτο παραμυθόδραμα ερμηνεύοντας τους βασικούς ρόλους, ανακαλώντας τη φαντασμαγορία του στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του διαμερίσματός τους και αξιοποιώντας (κάποτε ευρηματικά κι άλλοτε ανερμάτιστα) ολόκληρη την οικοσκευή.
Θέατρο μέσα στο θέατρο, έκκληση της σκηνικής μαγγανείας, ατέρμονο παιχνίδι μεταμορφώσεων, αυτοσχεδιασμός, σωματικότητα, σαρκασμός, μεταφυσική, παιδικότητα, διάθεση αναστοχασμού, αλλά και ένας φόρτος μικρών ιδεών, σχηματική αφέλεια και «ζορισμένη» πληθωρικότητα: η «Μιράντα» του διακεκριμένου Λιθουανού δημιουργού τα έχει όλα. Οι δύο ηθοποιοί μάς «συστήνονται» ως πατέρας και παραπληγική κόρη, κλεισμένοι σε ένα διαμερισματάκι, φορτωμένο με βιβλία, κάπου στα χρόνια της επταετίας, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση να δείχνει τον Παπαδόπουλο, τον Παττακό και τη Μάγια Πλισέτσκαγια.
Κι ενώ στη μακρά «εισαγωγή» λαμβάνουμε πάμπολλες πληροφορίες, ακολουθεί νέο κύμα (κανονική «τρικυμία») πληροφοριών, όταν οι δύο ηθοποιοί αρχίζουν να παίζουν την «Τρικυμία». Αμφιβάλλω αν τα νοήματα, η υψηλή ποιητικότητα ή, έστω, η παραμυθώδης υπόθεση της «Τρικυμίας» γίνεται σαφής στον «μη διαβασμένο» θεατή, εκείνον δηλαδή που δεν γνωρίζει, έστω αμυδρά, τι διακυβεύεται σε αυτό το έργο-παλίμψηστο. Η «Μιράντα» είναι μάλλον μια φεστιβαλική παράσταση ειδικού κοινού. Η αρχική συνθήκη (ένας αυτοεξόριστος και η ανάπηρη ψυχή του παρηγορούνται από τον Σαίξπηρ) είναι οντολογικά ισχυρή. Στοιχειώνει με το μελαγχολικό της βάρος την παιγνιώδη αλαφράδα που ακολουθεί. Η χωροχρονική τοποθέτηση στην περίοδο της Χούντας μένει μάλλον μετέωρη – είναι σχεδόν βεβιασμένη, σκέτο ντεκόρ.
Ο Λ. Μαλκότσης ξεκινά την ερμηνεία του ως ένα γοητευτικό αίνιγμα, αλλά, όταν πια «μπαίνει» στο παιχνίδι ρόλων, αναλώνεται συχνά στη φλύαρη αναπαράσταση. Η Ιωάννα Παππά απομένει μόνη, να δονείται σε ένα ψυχοσωματικό ρεσιτάλ διάπυρου λυρισμού. Αν, πάντως, ο Λιθουανός δημιουργός «ξυπνήσει» μέσα σας τη σκηνική μαγγανεία μέσω της υπερρεαλιστικής εικονοπλασίας, τότε η «Μιράντα» θα σας μείνει αλησμόνητη. Εξάλλου, τόσο η σκηνογραφία (Dainius Liskevicius) όσο και η μουσική (Antanas Jasenka) είναι μαγευτική – εξίσου και η πρόθεση του Κορσουνόβας να μεταλαμπαδεύσει τη θεώρηση ότι το θέατρο είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα θαύματα αυτού του κόσμου και, συνάμα, μια πράξη ελευθερίας.
ΠΟΡΕΙΑ Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, 2108210991, 2108210082. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Μιράντα
Ο Λιθουανός σκηνοθέτης αντλεί από την προσωπική του εμπειρία ως «υπηκόου» της Σοβιετικής Ένωσης και χρησιμοποιεί την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ για να μιλήσει για την εξουσία και τις παράλογες μάχες για την κατάκτησή της