Το κατεξοχήν αυτοβιογραφικό έργο μνήμης του Αμερικανού συγγραφέα, με τους Δημήτρη Καταλειφό και Θέμιδα Μπαζάκα στο ρόλο του γιου και της μητέρας. Γύρω από αυτή την παραδοξότητα θεμελιώνεται αλλά και αποδυναμώνεται όλη η παράσταση.
Ο«Γυάλινος Κόσμος» (1944) είναι η μνημονική ανάκληση ενός ανυπόφορου παρόντος – εκείνου της οικογένειας των Γουίνγκφιλντ, η οποία έζησε σε οικονομική πίστωση και υπαρξιακή ματαίωση τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. «Έργο μνήμης» το αποκαλεί ο ίδιος ο Ουίλιαμς και δη αυτοβιογραφικό για μια «στιγμή» από τη ζωή της οικογένειάς του τη δεκαετία του 1930: το ατυχές προξενιό της ανάπηρης αδερφής του και τη φυγή του μακριά της. Με αυτό το νεανικό έργο-προσωπικό ντοκουμέντο σπάνιας ευαισθησίας και συναισθηματικής ισχύος όσο και δήλωση ενοχής αιφνιδιαστικά εξομολογητική, ο Ουίλιαμς δημοσιοποίησε το ισόβιο τραύμα που έφερε επειδή εγκατέλειψε την (πραγματική) αδερφή του και εξόρκισε τη θλίψη της νιότης του.
Βασική σκηνοθετική επιλογή της Ελένης Σκότη ήταν να παιχτεί ο Τομ από τον Δημήτρη Καταλειφό, έναν ηθοποιό σχεδόν συνομήλικο μ’ εκείνη (Θέμις Μπαζάκα) που ερμηνεύει τη μητέρα του. Με μια τέτοια παραδοξότητα δεν εξασφαλίζεται αυτόματα ο επιδιωκόμενος, από τον ίδιο τον Ουίλιαμς, αντιρεαλισμός. Τουναντίον, ενδέχεται να ανατραπεί όλη η δυναμική των σχέσεων. ο μέγας, εξάλλου πρωταγωνιστής στα έργα του Ουίλιαμς είναι ο χρόνος και όχι οι ηλικίες. Παρουσιάζοντας, δε, τον Τομ-Καταλειφό ως μέθυσο που παραπαίει, επιτείνεται η βαρυθυμία του έργου και χάνεται το αντίδωρο του χιούμορ. Ο Ουίλιαμς δεν έγραψε τον «Γυάλινο Κόσμο» από αυτολύπηση, όντας ένας αποτυχημένος γερασμένος αλκοολικός-έρμαιο των τύψεών του, αλλά θαρρείς προφητεύοντας την επιτυχία του, ομολογεί πως αυτή αποκτήθηκε με τίμημα την εγκατάλειψη όσων τον χρειάζονταν.
Η υπερβατική σύμβαση των συνομήλικων συμπρωταγωνιστών απαιτούσε συνολικά μια υπερβατική σκηνοθετική γραμμή, η οποία να απογειώνει τη θεατρικότητα και να φωτίζει το ιλαροτραγικό υπέδαφος του έργου, παρουσιάζοντας πολύπλευρα τους πληθωρικούς, σύνθετους ρόλους του Ουίλιαμς. Μόνη της, όμως, δεν συμβάδιζε με το γειωμένο νατουραλισμό της παράστασης και τον υπερτροφικό ψυχολογικό ρεαλισμό που υιοθετήθηκε ως υποκριτικός κώδικας. Επιπλέον, η αναγγελία των σκηνικών οδηγιών από τον Τομ-Καταλειφό επιμήκυνε αναίτια τη διάρκεια και στέρησε από το έργο μια θεμελιώδη λειτουργία –εκείνη της μηχανής ψευδαισθήσεων–, στην οποία δεν συνέδραμαν αρκούντως τα κοστούμια, η μουσική και, κυρίως, ο αχανής προσκηνιακός χώρος, ο οποίος παράμενε σκηνογραφικά ανενεργός. μόνο στο β΄ μέρος αναδύθηκε μέσα απ’ τα κιβώτια με την ένδειξη «fragile» η τραπεζαρία και, μαζί, η σκηνική μαγεία (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Μικαέλα Λιακατά, μουσική: Σταύρος Γασπαράτος).
Ο συγκεκριμένος «Γυάλινος Κόσμος» δεν παύει να είναι μια δουλεμένη παράσταση που παρακολουθείται με ενδιαφέρον, στην κατηγορία «classic with a twist». Ο Δημήτρης Καταλειφός, ηθοποιός εγνωσμένου κύρους και δυνατοτήτων, μοιάζει εδώ να είναι ταυτόχρονα «ζορισμένος» και «αφημένος», σαν αυτοσκηνοθετούμενος. διαθέτει, ωστόσο, το ερμηνευτικό ένστικτο και την προσωπικότητα που αποζητά το θέατρο του Ουίλιαμς. Η Θέμις Μπαζάκα φορτίζει την Αμάντα με μια χοϊκή ζωηράδα και τονίζει προσφυώς το πώς αυτή η λοξή μητέρα δεν αποδέχτηκε ποτέ τα «άτυχα» τέκνα της. Ωραίες ερμηνείες και άφθαρτες νεανικές παρουσίες με αίγλη άλλων εποχών η «πορσελάνινη» Στέλλα Βογιατζάκη (Λώρα) και ο εξωστρεφής Κωνσταντίνος Γώγουλος (Τζιμ).
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 2/4/2015.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο γυάλινος κόσμος
Αυτοβιογραφικό έργο για την ανάγκη των ανθρώπων να καταφεύγουν σε ψευδαισθήσεις ή στην τέχνη προκειμένου να αντέξουν τη σκληρή πραγματικότητα που τους συνθλίβει