Με το «Ξύπνα Βασίλη» ο Άρης Μπινιάρης δημιούργησε την πιο εμπνευσμένη σκηνοθεσία του, μία παράσταση-πρόταση, κάτι που αποδεικνύει και ο δεύτερος κύκλος της ζωής της με νέα διανομή. Η πρόταση αυτή ήρθε, μάλιστα, πάνω σε ένα έργο παλαιάς αισθητικής και μάλλον αντιδραστικής ιδεολογίας, μια κωμωδία όπου ο Ψαθάς επιχειρεί να αποδομήσει, μέσα από ένα τυποποιημένο σχήμα, την κυρίαρχη ιδεολογική σύγκρουση της δεκαετίας του ’50 μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Το στόρι είναι λίγο-πολύ γνωστό: ο Βασίλης, υπόδειγμα υπαλλήλου, που μισεί τους κομμουνιστές, συγκρούεται καθημερινά με τον αριστερό συνάδελφό του Μάνο. Μόνο που η τύχη θα τα φέρει έτσι ώστε ο Μάνος να γίνει γαμπρός του, καθώς θα παντρευτεί την, επίσης αριστερών πεποιθήσεων, αδερφή του, Ντίνα. Κι ενώ ο Βασίλης κάποια στιγμή «ξυπνάει» και αποφασίζει να διεκδικήσει το δίκιο του απέναντι στην εργοδοσία, σε άλλη μία στροφή της τύχης ο Μάνος πλουτίζει. Στο άκουσμα της είδησης, ο Βασίλης τρελαίνεται, οδηγείται σε ψυχιατρείο, ενώ μετά την αποθεραπεία του τον περιμένει μια ακόμη χειρότερη έκπληξη, καθώς βλέπει πως το χρήμα έχει μεταλλάξει οριστικά την οικογένειά του.
Ο Μπινιάρης έστησε μια δαιμόνια θεατρική μηχανή, μια καλοκουρδισμένη κατασκευή, που πιάνεται από τη σχηματικότητα του έργου και την απογειώνει στο έπακρο. Τοποθετεί τη δράση μέσα σε ένα λευκό κουτί, πίσω από μια οθόνη, και χρησιμοποιεί τη μέθοδο της κινηματογράφησης σε πραγματικό χρόνο. Έτσι, η κάμερα συνομιλεί περιπαιχτικά με την τυποποίηση του έργου, καθώς συλλαμβάνει και μεγεθύνει τις εκφράσεις και τις κινήσεις των ηθοποιών, λειτουργώντας ως ενδιάμεσος μεταξύ σκηνής και πλατείας. Μέσα στο άδειο, κατάλευκο σκηνικό (Πάρις Μέξης) εγκιβωτίζεται ο ασπρόμαυρος κόσμος του έργου, έως ότου με την κατάρρευσή του, σε μια σκηνή ανθολογίας που έρχεται σε ένα κομβικό σημείο, η δράση μεταφέρεται αδιαμεσολάβητη μπροστά στους θεατές.
Οι ηθοποιοί της νέας διανομής ακολουθούν με συνέπεια, κέφι και ακρίβεια τη σκηνοθετική καθοδήγηση για έντονα σκιτσαρισμένες ερμηνείες, που δημιουργούν χαρακτήρες-τύπους στα όρια της φάρσας: η Ελένη Ουζουνίδου, υστερική Αντιγόνη, η Άνδρη Θεοδότου, αυστηρή Κυρία Φαρλάκου, η Μαρία Μαντώ Γιαννίκου, χειραφετημένη Ντίνα, ο Ηλίας Μουλάς στον κομβικό ρόλο του Μάνου, ο Γιώργος Παπαγεωργίου και η Λυδία Τζανουδάκη της αρχικής διανομής, ως απολαυστικός ποιητής Φανφάρας και «φτωχή πλην τίμια» υπηρέτρια αντίστοιχα, και ο Λαέρτης Μαλκότσης στον απαιτητικό ρόλο του Βασίλη, που βρίσκεται σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ κωμικού και δραματικού. Η μπάντα δίπλα στη σκηνή δίνει τόνο και ρυθμό (ίσως χρειάζεται να χαμηλώσει η ένταση του ήχου), αλλά κυρίως φωτίζει το πίσω κείμενο, χάρη στη δραματικότητα της μουσικής (Φώτης Σιώτας) και την υπόγεια ειρωνεία και μελαγχολία των στίχων (Άρης Μπινιάρης). Άλλωστε, η σκηνοθετική οπτική πάνω στο έργο δεν αφορά την ιδεολογική του παράμετρο, αλλά έχει έντονα υπαρξιακό χαρακτήρα, εξυψώνοντας έτσι μια σχηματική κωμωδία σε υπαρξιακή ιλαροτραγωδία υψηλής τάσης και συγκίνησης.
Περισσότερες πληροφορίες
Ξύπνα Βασίλη
Τα πειράγματα ανάμεσα σε έναν συντηρητικό υπάλληλο, κολλημένο με τα λαχεία, και τον αριστερό συνάδελφό του είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνεται αυτή η ξεκαρδιστική ιστορία.