Η παράσταση «Κοινή ησυχία» που έκανε το Φεβρουάριο του 2020 ένα δυνατό ξεκίνημα με συνεχόμενα sold out, επανέρχεται από την Πέμπτη 4 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Διάνα σε σκηνοθεσία της Ελένης Ράντου. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει σπουδαία τραγούδια, κάποια από το προσωπικό του ρεπερτόριο και άλλα από την ακριβή κληρονομιά του ελληνικού τραγουδιού με συνοδοιπόρους τους ηθοποιούς Σοφία Πανάγου και Δημήτρη Καπετανάκο. Ο στιχουργός Οδυσσέα Ιωάννου, που έγραψε τα κείμενα μοιράζεται μαζί μας σκέψειςγια το καινούριο μουσικοθεατρικό ταξίδι που αναζητάει τα χαμένα μας όνειρα, τις ματαιωμένες προσδοκίες μας.
Κάποτε λέγαμε πιο όμορφα πράγματα. Μπορούσε το μυαλό να φύγει σε μία κουβέντα, να πάει τόσο μακριά και να γυρίσει χαμογελώντας. Το όνειρο είναι μια παράλληλη πραγματικότητα, σχεδόν στέρεη. Έχει σώμα, δεν είναι σύννεφο. Τα τελευταία χρόνια ζούμε την απαξίωσή του. Περάσαμε πολλά, πήρε κεφάλι ένας «απολυταρχικός» ρεαλισμός που αυτοδιαφημίστηκε σαν μονόδρομος και του βγήκε. Είμαστε λέει η μοναδική πραγματικότητα και οτιδήποτε άλλο έξω από αυτήν δεν αντέχει, κάνει δυο βήματα και πέφτει. Το όνειρο λοιδωρήθηκε, συκοφαντήθηκε, ταυτίστηκε με την στείρα άρνηση του εφικτού και του πραγματωμένου, και τελικά υποχώρησε και κρύφτηκε μέσα σε απαγορευμένες κουβέντες κάποιων ξεχασμένων ρομαντικών. Όμως δεν ονειρευόμαστε κάτι για να γίνει αλλά για να κοιτάμε ψηλά. Είναι στάση σώματος. Να κοιτάς λίγο πάνω από την ευθεία. Δεν είναι χαμένος χρόνος να πιστεύεις μια ουτοπία, ίσως να είναι ο μοναδικός κερδισμένος. Βγαίνεις για λίγο από την ροή και περιγράφεις το νερό. Μετά μπαίνεις πάλι μέσα και γίνεσαι το ίδιο το νερό, όχι το φύλλο που το πηγαίνει όπου θέλει το ποτάμι. Ένας κόσμος χωρίς όνειρο είναι σκέτη σάρκα. Αλλά σάρκα που έχει παραιτηθεί ακόμη και από τις ηδονές της.
Ένα βάρος που περιφέρεται μέσα σε σκοτωμένα οχτάωρα για να βγουν μόνο τα πάγια. Για το περισσότερο πρέπει να δώσει περισσότερα αλλά δεν έχει. Το όνειρο δεν είναι ο εχθρός της πραγματικότητας. Της αναγνωρίζει απόλυτα αυτό που έχει κερδίσει, το μισό δίκιο. Είμαστε εδώ, άρα αυτή είναι η αλήθεια. Η μισή. Η άλλη μισή είναι αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε ακόμη κι αν δεν γίνουμε ποτέ. Πραγματικά δεν έχει τόση σημασία. Στην παράσταση «Κοινή ησυχία» έχουμε μια φράση που υπό τις παρούσες συνθήκες μιας ιδιότυπης και λίγο τρομοκρατικής κορεκτίλας θα μπορούσε να θεωρηθεί σεξιστική. Δεν την αφαίρεσα. «Θέλω τους ήρωες του έργου να είναι όμορφοι για να μην τους νοιάζει αν έχουν δίκιο». Το δίκιο της ομορφιάς είναι τόσο στέρεο, τόσο ανυποχώρητο, τόσο απάλευτο, που από μόνη της η ομορφιά είναι το σαρκωμένο όνειρο. Η ομορφιά ως το ανοιχτό ενδεχόμενο εκείνου που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Ακόμη κι αν δεν γίνουμε ποτέ, η ικανότητα και μόνο να το φανταστούμε δεν είναι καθόλου λίγο.
Ο πολιτισμός, αυτός ο βιότοπος της φαντασίας, των προοπτικών, της ενσυναίσθησης, της κατανόησης και της αγάπης του διαφορετικού, βρίσκεται σχεδόν υπό διωγμό. Όχι από κεντρικές εξουσίες -ποτέ δεν αγάπησα τις συνωμοσιολογίες- αλλά από εμάς τους ίδιους πρωτίστως. Κανένας δεν μπορεί να σου κάνει κάτι που δεν το έχεις πρώτος εσύ στον εαυτό σου. Έχουμε πιστέψει στην κακή μόνο εκδοχή μας. Υπάρχει βέβαια και είναι ισχυρή. Η ζωή μας κινείται ανάμεσα στα τριαράκια και στα τεσσαράκια. Αλλά έχουμε και κάποιες στιγμές που πιάνουμε το δέκα μας. Φτάνουμε στο όνειρο. Και μετά πάλι από την αρχή. Ένας πατέρας μαθαίνει στο παιδί του να κολυμπάει, Κάπου πολύ κοντά την ίδια ώρα τα χέρια κάποιου άλλου παιδιού, άλλης χώρας και θρησκείας, που ήρθε από μακριά απλώνονται για να τα πιάσει, να το σώσει. Αλλά δεν είναι εκεί, δεν θα μπορούσε να είναι και εκεί. Ονειρεύεται πως πετάει, προλαβαίνει και το σώζει. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα, αλλά αν το ονειρευτείς, μπορεί την επόμενη φορά να είσαι πραγματικά εκεί.
Περισσότερες πληροφορίες
Κοινή ησυχία
Ένα μουσικό ταξίδι μέσα από τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και όχι μόνο, τα οποία πλέκονται με ένα αισιόδοξο κείμενο για τα όνειρα που ματαιώνονται και για την ομορφιά της ζωής.