Ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής μας εξηγεί πώς με μια παρέα φίλων αποφάσισαν να παίξουν -με- την άγρια γκογκολική σάτιρα "Παίχτες" που απεικονίζει την παρακμή, τη διαφθορά και την απάτη.
"Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι συγγραφείς καταφέρνουν με το έργο τους να νικήσουν τον χρόνο. Να κάνουν έννοιες όπως "σύγχρονoς” ή "κλασικός” να αφορούν μόνο χρονολογίες και να μην σχετίζονται με το πόσο επίκαιρο είναι το περιεχόμενο του έργου τους. Κι όταν μιλάμε για τον Ν.Β Γκόγκολ έναν συγγραφέα που αποθεώνουν άνθρωποι όπως ο Πούσκιν ή ο Ντοστογιέφσκι, που τα έργα του έχουν ανέβει σε όλες τις χώρες, όπου υπάρχει θεατρική σκηνή και εξακολουθούν - είτε ως όπερα, musical ή ακόμη και ταινία - να απασχολούν καλλιτέχνες και κοινό σε όλο τον κόσμο, τότε μιλάμε για έναν πολύ μεγάλο συγγραφέα. Βέβαια, κάθε φορά πιάνοντας ένα έργο με χρονιά έκδοσης διαφορετική από τη χρονιά ανεβάσματος του, έρχεσαι αντιμέτωπος με την ανάγκη κάποιας προσαρμογής. Και κάθε φορά όταν έχεις στα χέρια σου ένα τόσο ισχυρό πρώτο υλικό βλέπεις πως με αυτή τη βάση οι ηθοποιοί δεν σταματάνε να "γεννάνε” στην διαδικασία των προβών. Η προσαρμογή γίνεται από μόνη της στη μεταφορά από το χαρτί στη σκηνή. Γιατί μπορεί οι λέξεις να γράφτηκαν στο παρελθόν αλλά η σκηνική πράξη, όταν είναι ζωντανή, βρίσκεται πάντα στο παρόν. Κι έτσι κι εμείς καβαλήσαμε τους ήρωες και τις καταστάσεις που μας έδωσε ο Γκόγκολ και αφεθήκαμε στη σκηνική ζωή που δημιουργήθηκε, κι όπου μας βγάλει".
"Μαζευτήκαμε μια παρέα φίλων και αποφασίσαμε να παίξουμε -με- τους "Παίχτες” του Γκόγκολ. Να πάρουμε μια παρέα απατεώνων και να μιλήσουμε για την αδηφάγα επιθυμία του ανθρώπου να "εξαπατήσει τους πάντες αλλά να μην εξαπατηθεί ο ίδιος”, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να ελέγξει ο ίδιος τη μοίρα του εξαπατώντας ακόμη και την ίδια τη ζωή. Ένα έργο που το μόνο τίμιο κι αγνό πρόσωπο είναι το γέλιο. Πρωταγωνιστής στο έργο δεν είναι κάποιος ήρωας, αλλά το σύστημα των σχέσεων που δημιουργούν μεταξύ τους οι ήρωες. Ένα σύστημα που θυμίζει πύργο από τραπουλόχαρτα που το μόνο που περιμένεις είναι να δεις τον τρόπο που αυτό είναι καταδικασμένο να γκρεμιστεί. Στήνουμε λοιπόν μια παράσταση με την παιδική έξαψη που έχεις όταν στήνεις ένα πύργο από τραπουλόχαρτα και βιώνουμε την αδρεναλίνη της πιθανής από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο πτώσης του, όπως τη στιγμή που τραβάς ένα τουβλάκι στο Jenga. Και λέμε να το κάνουμε κάθε Δευτέρα και κάθε Τρίτη, γιατί μας κάνει καλό".
Ν.Β.Γκόγκολ: "Πόσα παράσιτα, πόσα τριβόλια που δηλητηριάζουν τη ζωή των γύρω τους και που κανένας δεν μπορεί να τα συμμαζέψει, ζούνε ανάμεσά μας. Στη σκηνή βγάλτε τους. Να τους δει ο κόσμος όλος. Να γελάσει μαζί τους. Ω! Το γέλιο τι σπουδαίο πράγμα. Το θέατρο είναι μεγάλο σχολείο και η αποστολή υψηλή. Δίνει σε τόσους ανθρώπους κάθε μέρα ένα γερό μάθημα: κάτω από το επίσημο φως, δείχνει πόσο γελοίες είναι οι συνθήκες και τα ελαττώματα των ανθρώπων”.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι παίχτες
Σε ένα απομακρυσμένο πανδοχείο της Ρωσίας, καταφθάνει ένας δεινός χαρτοπαίχτης, απατεώνας, και πλαστογράφος. Στόχος του, να βρει τα επόμενα θύματά του, και να τα «γδάρει». Αλλά δε θα είναι τόσο απλή υπόθεση. Στο ίδιο πανδοχείο διαμένουν δύο εξίσου δεινοί κομπιναδόροι, που γυρεύουν το ίδιο ακριβώς πράγμα με τον πρώτο: ένα λαχταριστό, αθώο και, φυσικά, κεφαλαιούχο θύμα. Οι δύο συναντούν τον ένα και σύντομα ενώνουν τις δυνάμεις τους, οδηγώντας την παράσταση σε ένα πανδαιμόνιο γεμάτο μπλόφες, ρίσκο, ανταγωνισμούς, συμμαχίες, εκπλήξεις κι ανατροπές, καθώς στο παιχνίδι μπαίνουν σιγά-σιγά όλοι οι παράξενοι ένοικοι που τριγυρνούν σ’ αυτό το μικρό και ήσυχο πανδοχείο.