«Shopping and fucking» του Μαρκ Ρέιβενχιλ (2014), «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ (2017), «Άρης» της Σοφίας Αδαμίδου και «Άνθρωποι και ποντίκια» βασισμένο στο έργο του Τζον Στάινμπεκ (2018). Αυτές τις τέσσερις σκηνοθεσίες μετρά μέχρι σήμερα στο θέατρο ο Βασίλης Μπισμπίκης και, αν σας φαίνονται λίγες συγκριτικά με την αναγνωρισιμότητα που έχει το όνομά του, το σίγουρο είναι πως τίποτα δεν γίνεται τυχαία.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Μπισμπίκης έδειξε με τη δημιουργία του Cartel σε ένα παλιό μηχανουργείο στον Βοτανικό, ανάμεσα σε αποθήκες και μάντρες υλικών ανακύκλωσης, ποιο είδος θεάτρου τον ενδιαφέρει. Επιλέγει έργα που κοιτάζουν τον κατατρεγμένο άνθρωπο, τον απαξιωμένο, εκείνον που κυνηγά την ουτοπία κατάματα, ενώ προσπαθεί να αναλύσει τον κόσμο που αλλάζει χρησιμοποιώντας έναν ρεαλιστικό κώδικα επί σκηνής. Οι ηθοποιοί του βρίζουν, φτύνουν, αγκαλιάζονται, κλαίνε... Η ιδιοσυγκρασία κάθε χαρακτήρα γίνεται η σπίθα για να πάρει φωτιά η σκηνή.
Ο ακραίος ρεαλισμός που χρησιμοποίησε στην πιο πρόσφατη δουλειά του, το «Άνθρωποι και ποντίκια», έβαλε το κοινό σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ σκηνής και πραγματικότητα με απολύτως ρευστά όρια – και αυτό έκανε αίσθηση. Ο Μπισμπίκης ήρθε να βαθύνει την τομή που έκανε στο ελληνικό θέατρο ο φίλος και συνεργάτης του Γιάννης Οικονομίδης με το «Στέλλα κοιμήσου». Δεν είναι αυτοαναφορικός, έχει όμως τον τρόπο να γίνεται προσωπικός και, όντας πατέρας ο ίδιος, πιστεύουμε πως αυτήν την εμπειρία θα τη χρησιμοποιήσει και στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, ο οποίος ανεβαίνει στο Αποθήκη σε avant premiere στις 8/10.
Η κλασική ιστορία του μεγάλου δημιουργού, γραμμένη το 1887, μεταφέρεται στην Αθήνα του 2019 με όχημα μια νατουραλιστική σκηνοθετική φόρμα. Είναι πρόκληση ο ρόλος του ίλαρχου πατέρα για τον Τάσο Ιορδανίδη και της συζύγου του για τη Μαρίνα Ασλάνογλου, ενός αντρόγυνου που αλληλοσπαράσσεται και στο τέλος συντρίβεται. Και είναι πρόκληση, διότι οι δύο πρωταγωνιστές θα πρέπει να βρουν το συγκινησιακό φορτίο το οποίο φέρουν οι χαρακτήρες που ερμηνεύουν με μια διαφορετική οξύτητα, από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει την επιθυμία του να μεταφέρει το έργο στη σκηνή «με όρους ακραίου ρεαλισμού, για να καταδείξει, με δόσεις μαύρου χιούμορ, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, απογυμνωμένες από τα φτιασίδια κάθε πιθανού καθωσπρεπισμού».