Ένα έργο που υπογραμμίζει τη θυσία υπέρ πατρίδος είναι το πλέον κατάλληλο να ακουστεί στην αντιηρωική εποχή μας ή μήπως κρύβει περισσότερη ειρωνεία απ’ όση νομίζουμε; Ευκαιρία να το διαπιστώσουμε στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Καλαβριανός και θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 19-20/7.
Αλήθεια γιατί μας ενδιαφέρει η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σήμερα; Έχουμε ίσως την ανάγκη ενός πατριωτικού δράματος που θα εξυψώσει μέσα μας την περηφάνια για το υψηλό αίσθημα ευθύνης που φαίνεται να διακατέχει τους ήρωες; Μήπως μας ενδιαφέρει περισσότερο η ειρωνεία του απέναντι στην εξουσία ή η κατάδειξη της κάλπικης πλευράς του κόσμου των ενηλίκων που σαρώνεται από την ορμή της αυτοδιάθεσης της νιότης; Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες ούτε μονοδιάστατες παρόλο που συχνά καταφεύγουμε σε αυτές, ειδικά όταν η κουβέντα έρχεται σε έργα με φαινομενικά καθαρές θέσεις.
Ο Ευριπίδης τοποθετεί το έργο στα παράλια της Αυλίδας, όπου έχει συγκεντρωθεί ο ελληνικός στόλος για να αποπλεύσει για την Τροία. Καθώς τα πλοία βρίσκονται ακινητοποιημένα λόγω άπνοιας, η θεά Άρτεμις απαιτεί τη θυσία της Ιφιγένειας, κόρης του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα. Με αυτή την αφετηρία, ο Ευριπίδης προχώρησε στη σύνθεση ενός έργου ίντριγκας και διλημμάτων. Αν και διακρίνεται μάλλον εύκολα η πρόθεσή του να τονώσει το καταρρακωμένο ηθικό των συμπατριωτών του υπό το βάρος της έκβασης του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο σπουδαίος δραματουργός προχώρησε και πέραν αυτής, αποτυπώνοντας τελικά στο έργο του την αστάθεια και την αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης ειδικά σε μεταβατικές περιόδους.
Η κατάδειξη του ενθουσιασμού και της αυταπάρνησης της νεαρής Ιφιγένειας, και μάλιστα από έναν κατεξοχήν σκεπτικιστική συγγραφέα, καθώς και η απότομη μεταστροφή της από το φόβο του θανάτου στον υπέρμετρο ενθουσιασμό για τη θυσία έχουν οδηγήσει σε εύκολες διατυπώσεις για τον ρομαντισμό της ηρωίδας. Το στοίχημα, όμως, που κυρίως διακυβεύεται είναι πώς θα μεταχειριστεί κάθε σκηνοθέτης αυτήν τη μεγαλειώδη χειρονομία της αυτοθυσίας –που προκαλεί και τον αριστοτελικό «έλεο και φόβο» και το θαυμασμό–, χωρίς να μείνει στην επιδερμική ανάγνωσή της ως ρομαντική χειρονομία ή πατριωτική δήλωση.
Αυτό το μεγάλο στοίχημα έχει αναλάβει ο Γιάννης Καλαβριανός, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός στο αρχαίο δράμα. Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Αναστασάκη έχει δημιουργήσει πανελλαδική αίσθηση και η ανάθεση της φετινής επιδαύριας παραγωγής του στον Καλαβριανό έρχεται να αυξήσει τις προσδοκίες. Αν και έχει ήδη δώσει ωραία δείγματα στη συγγραφή και τη σκηνοθεσία εδώ και δέκα χρόνια, ο Καλαβριανός βρίσκεται τώρα ενώπιον της μεγαλύτερης πρόκλησης της σταδιοδρομίας του, καθώς αφήνει για πρώτη φορά τις παραστάσεις «δωματίου» για χάρη του μεγέθους του αρχαίου θεάτρου. Μαζί του έχει ένα ωραίο σύνολο συντελεστών (ο Παντελής Μπουκάλας υπογράφει τη νέα μετάφραση και ο Θοδωρής Οικονόμου τη μουσική) και μια διανομή που ενώνει δύο γενιές ηθοποιών: επικεφαλής στο ρόλο της Ιφιγένειας η Ανθή Ευστρατιάδου, μία από τις πλέον ικανές ηθοποιούς της νέας γενιάς, Αγαμέμνονας ο Γιώργος Γλάστρας, Κλυταιμνήστρα η Μαρία Τσιμά, Πρεσβύτης ο Γιώργος Καύκας κ.ά.
Ο Γιάννης Καλαβριανός, αναγνωρίζοντας την πολυπρισματικότητα στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», τη χαρακτηρίζει «έργο μεταπτώσεων και συνεχόμενων διλημμάτων, έμπλεο ειρωνείας και αναπάντεχων κωμικών στιγμών» και διαβάζει σε αυτήν τη διαρκή πάλη του ανθρώπου προκειμένου απελευθερωθεί από τα δεσμά του κοινωνικού καταναγκασμού και που, ταυτόχρονα, «θέτει τις βάσεις του μελλοντικού αιτήματος ενός ιδανικού ανθρώπου, όπου οι κοινωνικές απαιτήσεις δεν θα τον συντρίβουν, αλλά θα συμπορεύονται με την ελευθερία της σκέψης, της βούλησης και του προσωπικού καλού».
Περισσότερες πληροφορίες
Ιφιγένεια εν Αυλίδι
Η Ιφιγένεια, νομίζοντας ότι πρόκειται να παντρευτεί τον Αχιλλέα, φτάνει στην Αυλίδα, όπου όμως ο ελληνικός στόλος περιμένει τη θυσία της προκειμένου να αποπλεύσει για την Τροία. Η ύβρις του πατέρα Αγαμέμνονα, η αυτοθυσία της θαρραλέας Ιφιγένειας και η ευσπλαχνία των θεών.