Δέκα ερωτικές ιστορίες δεμένες αλυσιδωτά μεταξύ τους δίνουν το υλικό για μια καλαίσθητη παράσταση που στοχάζεται με ανάλαφρο αλλά διεισδυτικό τρόπο πάνω στο παιχνίδι της ερωτικής επιθυμίας.
Πόσο αστείοι γινόμαστε όταν μπαίνουμε στο παιχνίδι της ερωτικής διεκδίκησης; Από αυτό το ερώτημα φαίνεται να εκκινεί η σκηνοθετική άποψη του Μοσχόπουλου πάνω στο έργο του Σνίτσλερ, όπως τουλάχιστον υποδηλώνει η κωμική διάθεση που χαρακτηρίζει την παράσταση. Χωρίς να καταφεύγει βέβαια στο ύφος μιας ξεκαρδιστικής κωμωδίας, λειτούργησε ως ο έξωθεν παρατηρητής δέκα ζευγαριών που παλεύουν με τα ψέματα, τις μικρότητες και τις ματαιώσεις που προκαλεί η αναζήτηση της ερωτικής ολοκλήρωσης, αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, την απαλοιφή κάθε ταξικής ή κοινωνικής διαφοροποίησης μπροστά στο δέλεαρ της ερωτικής επιθυμίας.
Αυτό άλλωστε αποτελεί κύριο ζητούμενο του ίδιου του έργου και το κάνει να αντέχει εκατόν είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του. Οι δέκα σύντομες ερωτικές ιστορίες φαίνονται μάλλον αδύναμες αν τις δούμε μεμονωμένα, καθώς αναπαράγουν το ίδιο μοτίβο χωρίς να το εξελίσσουν ή να το κορυφώνουν κι έτσι σταδιακά το ενδιαφέρον του θεατή εξανεμίζεται, όμως συνολικά συνιστούν μια γλαφυρή απεικόνιση της παντοδυναμίας του ερωτικού ενστίκτου.
Με το βλέμμα του ανοιχτό στο τι μπορεί να πει το έργο πέρα από το επίπεδο της υπόθεσης, ο Μοσχόπουλος πολλαπλασίασε τα κειμενικά μοτίβα και μεγέθυνε τον ορίζοντα πρόσληψής τους. Εμπνεύστηκε από το χαρακτηριστικό εύρημα του έργου, δηλαδή την αλυσιδωτή σύνδεση των επιμέρους ιστοριών (ο ένας από τους δύο ήρωες κάθε ιστορίας πρωταγωνιστεί και στην επόμενη) και φρόντισε να το αναδείξει ακόμη περισσότερο. Η ιδέα του να κρατήσει τους ηθοποιούς επί σκηνής ώστε να σχολιάζουν τα δρώμενα δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα σκηνική συνθήκη που μας υπενθύμιζε περιπαικτικά ότι κανείς δεν μπαίνει «καθαρός» σε κάθε νέα περιπέτεια, κουβαλάει μοιραία το παρελθόν του.
Εύσημα αποδίδονται στο γεγονός ότι η διαχρονικότητα του κειμένου αναδείχθηκε χωρίς να γίνει μεταφορά της δράσης στη σύγχρονη εποχή. Αντιθέτως, ακόμη και για την όψη επιλέχτηκε η αισθητική των αρχών του 20ού αιώνα. Ιδιαιτέρως καλαίσθητα, παίζοντας με τις αντιθέσεις μεταξύ άσπρου και μαύρου, τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέσγουελ χαρίζουν πολλούς πόντους στην παράσταση, όπως και το εντυπωσιακό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού, που περικλείει τους ήρωες, έστω κι αν λειτουργεί περισσότερο ως συμβολική εικόνα καθώς δεν έχει ενεργό ρόλο στη δράση.
Η διακωμώδηση της φύσης του ανθρώπου όταν επιδίδεται στο ερωτικό παιχνίδι καθοδήγησε τις ερμηνείες των δέκα ηθοποιών, που κατάφεραν να δείξουν ταυτόχρονα και τις «σκοτεινότερες» αποχρώσεις αυτού του παιχνιδιού, δηλαδή το φόβο της μοναξιάς και την ανάγκη για συντροφικότητα. Αν και κανένας δεν υπολείπεται σε απόδοση, ο τρόπος με τον οποίο δούλεψαν τις λεπτομέρειες του ρόλου τους οι Κώστας Φιλίππογλου (Κόμης), Άννα Μάσχα (Ηθοποιός), Ευδοκία Ρουμελιώτη (Νεαρή σύζυγος), Σίσσυ Τουμάση (Καμαριέρα) και Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Πόρνη) τους κάνει να ξεχωρίζουν, ενώ ενστάσεις μπορούν να εκφραστούν για την υπερβολικά γελοιογραφική απόδοση (κατόπιν σκηνοθετικής επιθυμίας;) του ρόλου του Ποιητή από τον Νικόλα Παπαγιάννη.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου, Πειραιάς, 2104143310-20. Διάρκεια: 105΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο κύκλος του έρωτα
Δέκα ζευγάρια σε μια σκυταλοδρομία σεξουαλικών συναντήσεων. Κάθε διαδοχική σκηνή παίρνει ένα δραματικό πρόσωπο από την προηγούμενη και το εισάγει στην επόμενη. Μέχρι το τέλος του παιχνιδιού όλοι οι χαρακτήρες είναι ασαφώς συνδεδεμένοι μεταξύ τους.