Μα τι συμβαίνει τελευταία στις σκηνές της Αθήνας; Όλο και περισσότερες παραστάσεις χρησιμοποιούν καθημερινή γλώσσα ή ακόμη και αργκό αλλά και... βαριά βρισίδια, εκθέτουν με ωμότητα βίαιες ή εξτρίμ καταστάσεις, έχουν ως ήρωες αναγνωρίσιμους, διπλανούς μας ανθρώπους και μοιάζουν περισσότερο με δημιουργήματα κάποιας παρέας παρά με «στημένες» παραστάσεις ενός θιάσου.
Σημειώνουν δε συνεχή sold out, καθώς οι θεατές συρρέουν γοητευμένοι, επιζητώντας την έντονη συγκίνηση που προκύπτει από πρόσωπα και πράγματα που φαίνονται της «διπλανής πόρτας», αλλά περιβάλλονται από τη γοητεία που κρύβει το αθηναϊκό underground ή ακόμη και το περιθώριο. Ζήτω ο ρεαλισμός, λοιπόν! Αυτή προδιαγράφεται ως η ισχυρότερη τάση της θεατρικής επικαιρότητας κι εκδηλώνεται σε δύο άξονες: παραγωγή νέων έργων ή μεταγραφή άλλων, ελληνικών ή ξένων, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Ο ρεαλισμός στη γραφή και, κυρίως, στη σκηνική εκτέλεση αποδεικνύεται το ιδανικό εργαλείο για να εκφραστούν επίκαιρες προβληματικές και ακόμη ιδανικότερο προκειμένου να επιτευχθεί η έντονα βιωματική συμμετοχή του θεατή. Απολύτως δικαιολογημένα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για τους καρπούς που άφησαν ο επί τετραετίας θριάμβος του «Άγριου σπόρου» και η παράσταση «Στέλλα, κοιμήσου». Το έργο του Γιάννη Τσίρου, ειδικά χάρη στο ανέβασμά του από την Ελένη Σκότη, μπορεί να θεωρηθεί κομβικό σημείο εκκίνησης. Ποιος θα ξεχάσει την ερμηνεία-σταθμός του Τάκη Σπυριδάκη, που ξεκινούσε με την ανατριχιαστική όσο και ψυχραιμότατη περιγραφή της σφαγής των γουρουνιών που θα κατέληγαν σουβλάκια στην καντίνα του;
Η παράσταση «Στέλλα, κοιμήσου» όμως είναι που έβαλε για τα καλά το ελληνικό θέατρο στη νέα του τροχιά. Προσωπική δημιουργία του κινηματογραφιστή Γιάννη Οικονομίδη (μόνο η κεντρική ιδέα της υπόθεσης έχει αντληθεί από τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου), έκανε πάταγο με την παραστασιακή της ταυτότητα: ακραία γλώσσα, ωμότητα και μια σφιχτοδεμένη ομάδα ηθοποιών που παίζει έχοντας πολλά περιθώρια αυτοσχεδιασμού, ξαναγράφοντας, ως ένα σημείο, το κείμενο σε κάθε παράσταση.
Κάπως έτσι το θέατρο ξαναγεννήθηκε επιπλέον ως ομαδική υπόθεση και τα έργα, ακόμη και όταν φέρουν μία υπογραφή, δείχνουν να χρωστάνε πολλά στη συνύπαρξη. Δύο από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της νέας ρεαλιστικής τάσης, ο «Χαρτοπόλεμος» του Βαγγέλη Ρωμνιού και τα «170 τετραγωνικά / Moonwalk» του Γιωργή Τσουρή, προέκυψαν από μέλη της ομάδας Ma non troppo, ενώ «παρεΐστικη» διάθεση φανερώνει και ο «Εθνικός Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, άλλο ένα δείγμα σύγχρονης ρεαλιστικής γραφής· καθόλου τυχαία, μάλιστα, και τα τρία έργα τα σκηνοθετεί ο Γιώργος Παλούμπης, έχοντας προφανώς διακρίνει την κοινή τους αισθητική.
Ομαδική υπόθεση είναι και η παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια», που ήρθε να συνεχίσει και να προεκτείνει το πείραμα του «Στέλλα, κοιμήσου», όχι μόνο μεταφέροντας το κείμενο του Στάινμπεκ στην Αθήνα του σήμερα, αλλά χρησιμοποιώντας και τον ακραίο ρεαλισμό για να εκφραστεί. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, ιθύνων νους και σκηνοθέτης της παράστασης, ετοιμάζει για την ερχόμενη σεζόν ακόμη δύο παρόμοια εγχειρήματα, καθώς πρόκειται να σκηνοθετήσει, μεταφέροντάς τα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ (σε παραγωγή των Αθηναϊκών Θεάτρων) και τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού (στο Cartel). Ακόμη συντομότερα, μάλιστα, ο Θανάσης Σαράντος θα ανεβάσει τη «Γέρμα» του Λόρκα, μεταφέροντας το δράμα από την ανδαλουσιανή επαρχία του 1930 σε ένα ελληνικό ακριτικό χωριό εν έτει 2019 (Θησείον, από 10/5).
Είναι προφανές ότι η μεταφορά των δραματουργικών δεδομένων στην εδώ πραγματικότητα και η ρεαλιστική γλώσσα ανταποκρίνονται στην επιθυμία των καλλιτεχνών να μιλήσουν για πράγματα που τους καίνε. Βέβαια, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος αυτή η τάση να γίνει μόδα, να θεωρηθεί εγγυημένη συνταγή και να αρχίσουμε να βλέπουμε παραστάσεις-καρμπόν, οι οποίες δεν θα προκύπτουν από κάποια εσωτερική ανάγκη ή από μια καλοδουλεμένη ομάδα. Η συνέχεια θα δείξει, σίγουρα όμως η τεράστια απήχηση των παραστάσεων που παίζονται ήδη φανερώνει την ανάγκη των θεατών για ένα θέατρο που αφήνει έντονο το αποτύπωμά του.
Περισσότερες πληροφορίες
Άνθρωποι και ποντίκια
Το έργο του Τζον Στάινμπεκ μιλάει για την προσπάθεια του ανθρώπου για επιβίωση και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, το ρατσισμό αλλά και την αλληλεγγύη, με την πλοκή να μεταφέρεται σε μια μάντρα ανακύκλωσης στον Βοτανικό, δίπλα στα hot spots προσφύγων και μεταναστών.
Στέλλα κοιμήσου
Το πρώτο θεατρικό έργο του βραβευμένου κινηματογραφιστή («Σπιρτόκουτο»), αθυρόστομο, βίαιο και ανατριχιαστικά αληθοφανές, μας βάζει στην πολυτελή βίλα ενός νεόπλουτου νονού της νύχτας, όπου ακόμη και οι οικογενειακές σχέσεις έχουν το χρώμα του χρήματος.
170 τετραγωνικά / Moonwalk
Η αγωνιώδης ιστορία δύο αδερφών, που επιστρέφουν στο πατρικό τους, σε μια μικρή πόλη της ελληνικής επαρχίας, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Η συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη θα προκαλέσει αντιθέσεις και διαφωνίες ανάμεσα στη μικρή εγκυμονούσα αδερφή, τον σύντροφό της και τη μεγάλη αδερφή, η οποία επιστρέφει μετά από πολυετή απουσία με σκοπό να το πουλήσει. H εμφάνιση - βόμβα ενός προσώπου, θα φέρει αντιμέτωπους τους αντιήρωες με το παρελθόν, το παρόν και κυρίως το μέλλον τους.
Άνθρωποι και ποντίκια
Το έργο του Τζον Στάινμπεκ μιλάει για την προσπάθεια του ανθρώπου για επιβίωση και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, το ρατσισμό αλλά και την αλληλεγγύη, με την πλοκή να μεταφέρεται σε ένα παλιό μηχανουργείο στην περιοχή του Ρέντη.
Άγριος σπόρος
Ακροβατώντας μεταξύ κωμωδίας και δράματος, ο Τσίρος σκιαγραφεί μια αρχετυπική μορφή του Έλληνα της επαρχίας για να σχολιάσει τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.