Φαίνεται πως η Ευαγγελάτου αποφάσισε με τις δύο φετινές σκηνοθεσίες της να καταθέσει μια σπουδή πάνω στο ύφος. Επέλεξε, μάλιστα, διαφορετικά θεατρικά είδη –κωμωδία και δράμα– γεγονός που αποδεικνύεται τελικά εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Η παράσταση του «Βόυτσεκ» ακολουθεί την ίδια σκηνοθετική γραμμή με τη σαιξπηρική «Κωμωδία των παρεξηγήσεων», που θέλει το θέαμα να στιλιζάρεται απόλυτα στο ύφος της κλοουνερί. Εδώ, βέβαια, ο τόνος είναι δραματικός· στη σκηνή έχει δημιουργηθεί ένα γκροτέσκο, με εφιαλτικές αποχρώσεις σύμπαν, που κατοικείται από μηχανικές, τυποποιημένες στην όψη και την κίνηση ανθρώπινες μαριονέτες (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Βασιλική Σύρμα). Και σε αυτήν την περίπτωση η φόρμα δημιουργεί προβλήματα: αφενός εγκαθιστά μια απόσταση μεταξύ του θεατή και των δρώμενων και αφετέρου αποσιωπά κάποια από τα επίπεδα του έργου. Παρ’ όλα αυτά, βρίσκω πως η συγκεκριμένη σκηνική λύση ως πρόταση ερμηνείας του «Βόυτσεκ» δεν είναι άγονη, ούτε οδηγεί σε αδιέξοδο.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ας θυμηθούμε ότι το έργο είναι προβληματικό από άποψη κατασκευής –καθώς έχει μείνει ανολοκλήρωτο και αποτελείται από σκηνές που δεν έχουν τοποθετηθεί από τον συγγραφέα σε συγκεκριμένη σειρά– αλλά και πως εμπεριέχει τα σπέρματα πολλών διαφορετικών δραματουργικών ειδών, κάτι που καθορίζει και τα θέματα που αγγίζει. Η Ευαγγελάτου δεν επιχείρησε να καμουφλάρει τις «ραφές» του έργου κι έτσι η παράσταση μοιάζει με ένα ψηφιδωτό σκηνών, που όμως διατηρούν μια συνοχή νοήματος, ενώ όσον αφορά την ιδεολογική ανάγνωση είναι σαφές ότι επέλεξε να εστιάσει στην υπαρξιακή διάσταση.
Ο Βόιτσέκ της (Γιώργος Γάλλος) είναι στην όψη και την ερμηνεία ένας δραματικός κλόουν, ένας άνθρωπος που κουβαλάει την οδύνη της ανθρώπινης ύπαρξης, μια μοναχική φιγούρα σε έναν κόσμο στον οποίο φαίνεται πως δεν μπορεί να ανήκει. Οι σκηνές που επέλεξε η σκηνοθέτις εστιάζουν στη σχέση του ήρωα με την αγαπημένη του Μαρία, με την οποία συζεί κι έχουν ένα παιδί εκτός γάμου. Τα υπόλοιπα μένουν στο παρασκήνιο, ειδικότερα τα πολιτικά/ταξικά και ηθικά θέματα, που εγείρονται π.χ. από το ότι ο προλετάριος ήρωας προσφέρει τον εαυτό του σε ιατρικά πειράματα προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην. Η επίδραση όμως της παράστασης σχετικά με την αγωνία της ύπαρξης δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Προς εξυπηρέτηση της σκηνοθετικής ιδέας, οι ήρωες έχουν τυποποιηθεί κι εμφανίζονται δισδιάστατοι (καθοριστική εδώ η συμβολή της κίνησης από την Πατρίσια Απέργη), κάτι που υπηρετούν με επιτυχία εκτός από τον Γάλλο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Σωτήρης Τσακομίδης, Χάρης Χαραλάμπους, Λευτέρης Πολυχρόνης κ.ά.), αν και προκαλεί εντύπωση η συναισθηματική ουδετερότητα με την οποία ερμηνεύει η Έλενα Μαυρίδου τη Μαρία. Η μουσική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου πετυχαίνει να δημιουργήσει το εφιαλτικό περιβάλλον που χρειάζεται η παράσταση, όπως και οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου, Πειραιάς, 2104143310-20. Διάρκεια: 85΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Βόυτσεκ
Μέσα από σύντομες σκηνές και γρήγορη κινηματογραφική ροή, η παράσταση αποτελεί ένα συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στον εκμηδενισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας από την εξουσία.