Η Άσπα Καλλιάνη μας μιλά για το «Σπασμένο γυαλί» του Άρθουρ Μίλερ, μια τοιχογραφία του κλίματος και της κοινωνικής κρίσης στην Αμερική του 1939 και για τους στόχους που θέτει ως σκηνοθέτις.
Τι σε έκανε να σκηνοθετήσεις τo «Σπασμένo Γυαλί»;
Μετά από έξι έργα που έχω σκηνοθετήσει, διαπιστώνω ξαφνικά πως διαλέγω κάθε χρόνο το ίδιο «έργο». Στο «Σπασμένο γυαλί», όπως και πέρσι στο «Μια ξεχωριστή μέρα», στο «Sunset Limited», στο «Τίμημα» και αλλού, ο συγγραφέας βάζει τον καταπιεσμένο να έρθει αντιμέτωπος με αυτό που τον καταπιέζει, με αυτό που τον εξουσιάζει. Μπορεί να εξουσιάζεται από τον πατέρα του ή από τον γάμο του ή από τον Χίτλερ ή από τα παιδικά του χρόνια. Στο «Σπασμένο γυαλί» του Άρθουρ Μίλερ, όπως και στα άλλα έργα, οι ήρωες συναντούν μέσα από ένα τραυματικό γεγονός τον μέντορά τους και ξαναθυμούνται ή ανακαλύπτουν την πιο γενναία εκδοχή του εαυτού τους.
Ποιος είναι ο εξουσιαστής και ποιος ο εξουσιαζόμενος στο έργο;
Όλοι. Και αυτή είναι η μαγεία του Άρθουρ Μίλερ. Στο συγκεκριμένο έργο μάς δείχνει με έναν μοναδικό τρόπο πως και ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος καταπιέζονται το ίδιο. Πως σε κάθε σχέση έντονης ανισότητας, όλα τα μέλη υποφέρουν το ίδιο. Η έμφυλη ανισότητα για παράδειγμα τραυματίζει εξίσου γυναίκες και άντρες, η φυλετική ανισότητα τραυματίζει και τους μετανάστες και τους ρατσιστές. Όταν υπάρχει έντονη ανισότητα υποφέρουμε όλοι στον χώρο της δουλειάς μας, στην οικογένεια μας, στον γάμο μας, στην σεξουαλικότητά μας. Και αν υποφέρουμε για αρκετό καιρό χωρίς να αντιδράσουμε, κάποια στιγμή σίγουρα θα νοσήσουμε. Εξουσιαζόμενοι και εξουσιαστές. Είμαστε όλοι μέρος ενός συνόλου, όταν το ένα μέρος νοσεί κάποια στιγμή θα νοσήσει και το σύνολο.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σου;
Η αγωνία μου ξεκινάει τους μήνες που ψάχνω να βρω ποιο έργο θέλω να σκηνοθετήσω. Και τελειώνει δέκα μέρες μετά την πρεμιέρα. Όταν δω γεμάτη την αίθουσα, ακίνητη, και τα πρόσωπα του κοινού να φωσφορίζουν λίγο, τότε ξέρω. Είναι η στιγμή να βρω την επόμενή μου αγωνία.
Πόσο εύκολο είναι να δουλεύεις με έναν ετερόκλητο θίασο;
Για κάποιο λόγο, διαμορφώνω πάντα έναν θίασο τελείως ετερόκλητο. Άτομα με πολύ έντονες και τελείως διαφορετικές προσωπικότητες, τόσο διαφορετικές που αν μας βάλεις στην αρχή σε ένα τραπέζι για φαγητό θα ακούς μόνο τα πιρούνια μας. O φετινός θίασος, ο Γιάννης Βούρος, η Παναγιώτα Βλαντή, ο Νίκος Γεωργάκης, η Δήμητρα Σιγάλα και η Κάτια Γκουλιώνη είναι ο πιο ετερόκλητος που δούλεψα ποτέ. Κάποια στιγμή στις πρόβες τους μάζεψα και τους το είπα, μιλήσαμε για τον «ελέφαντα» στο δωμάτιο. Και είπαμε: Αυτό είτε θα είναι η αδυναμία μας, είτε η μεγάλη δύναμή μας.
Όπως αποδείχτηκε, το έργο του Μίλερ μας ένωσε με τέτοιο τρόπο (και ο παραγωγός μας ο Μάρκος Τάγαρης που επενέβη πολύ αποτελεσματικά και βαθιά ανθρώπινα όταν χρειάστηκε) ώστε το ετερόκλητό μας έγινε η δύναμή μας. Απέκτησε τρομερό σκηνικό ενδιαφέρον η ζωή που συμβαίνει κάθε μέρα και δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους ούτε για μια στιγμή. Οι πρόβες δεν ήταν εύκολες, αλλά τώρα που τους βλέπω πώς στηρίζουν ο ένας τον άλλον εντός και εκτός σκηνής ανυπομονώ για τον επόμενο ετερόκλητο θίασο που θα συγκροτήσω.
Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου απαιτητικό κατά τη διάρκεια των προβών;
Είναι τελείως ανορθόδοξος ο τρόπος που σκηνοθετώ. Τόσο που ενώ ξεκινάνε όλοι χαρούμενοι γιατί ξέρουν ότι οι προηγούμενές μου σκηνοθεσίες είχαν επιτυχία, στις 15 μέρες έχουν αρχίσει να κλονίζονται, στον έναν μήνα αναρωτιούνται αν ξέρω πράγματι τι κάνω και κοιτάζονται μεταξύ τους σαν πριν από αεροπορικό ατύχημα. Στον ενάμιση μήνα το αργότερο κάποιος θα επαναστατήσει, στην πρεμιέρα θα φιλάνε τα σανίδια της σκηνής και θα ευχαριστούν τον θεό του θεάτρου που επιβιώσανε. Μετά τις δέκα μέρες που τρέχει η παράσταση και πάει «ανέλπιστα» καλά νομίζω πως οι ηθοποιοί και οι συντελεστές αποκτούν σοβαρές υποψίες ότι μπορεί τελικά και να ήξερα τι έκανα.
Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή στην παράσταση;
Λατρεύω τα φινάλε. Τόσο που αν το έργο δεν έχει καλό φινάλε από γραφής, το αλλάζω. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που αναζητούμε το φως, ο καθένας με τον τρόπο του, και δεν μας το στέλνουν σαν «δωράκι» από κάπου με διακοποδάνεια και τοκογλυφικές υποσχέσεις, έχω ανάγκη να ανοίξω στο φινάλε ένα παράθυρο από όπου θα μπει μέσα καθαρό φως για να μας λούσει. Γιατί υπάρχει αυτό το φως, και πιστεύω πως τώρα που η εποχή μάς ανάγκασε έστω και βίαια να κάνουμε τις βουτιές μας στην ουσία, είμαστε πιο ικανοί από ποτέ για να το πλησιάσουμε. Οπότε ναι, λατρεύω την τελευταία σκηνή και το φως που μας λούζει στο φινάλε.
Πότε συγκινήθηκες τελευταία φορά στο θέατρο;
Ως θεατής – ντρέπομαι που το λέω αλλά – δεν συγκινούμαι πια. Από τότε που σκηνοθετώ έχασα αυτήν την μαγική σχέση. Συγκινούμαι όμως πολύ συχνά στις πρόβες, σε δικές μου και σε άλλων, όταν βλέπω κάτι καινούργιο την ώρα που γεννιέται. Οι πρόβες από τις οποίες δεν έφυγα ούτε μία φορά χωρίς να συγκινηθώ ήταν με τον Χρήστο Σιμαρδάνη. Αυτό το μαγικό παιδί, γεννούσε στιγμές συνέχεια. Το μουσικό κομμάτι που έβαλα στο χειροκρότημα στο «Σπασμένο Γυαλί», είναι το αγαπημένο του, και έτσι μαζί με τον υπέροχο φετινό θίασο, στο τέλος κάθε παράστασης χειροκροτώ και τον Χρήστο μας.
Ποιους στόχους έχεις θέσει επαγγελματικά;
Στις παραστάσεις που αγαπώ ο σκηνοθέτης είναι αόρατος. Αν το πρώτο που θα πουν είναι «ωραία σκηνοθεσία» ξέρω πως έχω αποτύχει. Θέλω να φαίνεται μόνο η ιστορία και οι ερμηνείες που φτιάχνουν τις σχέσεις επί σκηνής, τίποτα άλλο. Αυτό το σύστημα ζητάει πολύ πιο επώδυνη δουλειά από τους ηθοποιούς αλλά και από τον εαυτό σου. Δεν είναι καθόλου εύκολο να επιλέγεις να σε εξαφανίζεις.
Περισσότερες πληροφορίες
Σπασμένο γυαλί
Μια ψυχαναλυτική ματιά πάνω σε ένα γάμο, στους φόβους και στα μυστικά που κρατούν ένα ζευγάρι καθηλωμένο σε μια πραγματικότητα που δεν του ταιριάζει.