Σαράντα χρόνια μετράει στο θέατρο ο Γιάννης Χουβαρδάς και δεκάδες σκηνοθεσιών σε κάθε είδος ρεπερτορίου, αλλά η φετινή σεζόν τον φέρνει αντιμέτωπο με μια πρωτιά: οι «Παλιοί καιροί» που σκηνοθετεί, σε συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης και του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, σηματοδοτούν τον πρώτο Πίντερ της σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας (Τέχνης, από 29/11).
Αν μη τι άλλο, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιβεβαιώνει πως έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που δεν επαναπαύεται, δεν σταματάει να ερευνά. Φέτος, με «εφηβικό» ενθουσιασμό κι έντονη περιέργεια, βυθίζεται στο ιδιαίτερο, άγνωστό του μέχρι τώρα, σύμπαν του συγγραφέα. Δεν είναι εύκολη υπόθεση ο Χάρολντ Πίντερ έτσι όπως κρύβει στους διανοητικούς –συχνά αινιγματικούς– σκελετούς των έργων του θέματα που σιγοβράζουν, διαλόγους που υπονοούν άλλα απ’ ό,τι λένε και πλήθος ερωτημάτων προς διευκρίνιση.
Οι «Παλιοί καιροί» γράφτηκαν το 1971 και ακολουθούν ένα τυπικό πιντερικό μοτίβο, αυτό του ερωτικού τριγώνου, ενώ πραγματεύονται ένα θέμα που επανέρχεται επίμονα στη δραματουργία του: τη μνήμη, που είναι πάντα υποκειμενική και μεταβαλλόμενη. Η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο από την προβολή του παρελθόντος στο παρόν, γι’ αυτό και το παρελθόν απέχει πολύ από το να αποτελεί μια παγιωμένη κατάσταση: διαμορφώνεται πάντα σε συνάρτηση με το παρόν που βιώνουν οι ήρωες. «Το παρελθόν είναι ό,τι θυμάσαι, ό,τι φαντάζεσαι πως θυμάσαι, ό,τι πείθεις τον εαυτό σου πως θυμάται ή ό,τι παριστάνεις πως θυμάσαι», έχει πει ο Βρετανός δραματουργός, σε μια διατύπωση που δεν θα μπορούσε να συλλάβει καλύτερα την ουσία των «Παλιών καιρών».
Στο έργο ένα ζευγάρι, ο Ντίλι και η Κέιτ, δέχονται την επίσκεψη της Άννας, παλιάς συγκατοίκου της Κέιτ, με την οποία έχουν να ιδωθούν είκοσι χρόνια. Αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παιχνίδι για τρεις, που αφήνει τον θεατή με ερωτήματα όχι απλώς για την ακριβή σχέση των προσώπων αλλά και για την ίδια τους την ταυτότητα, ενώ το αινιγματικό φινάλε θολώνει ακόμη περισσότερο την επίγευση που αφήνει το έργο.
Ο Πίντερ δεν προσφέρει την ψευδαίσθηση κάποιας βεβαιότητας· άλλωστε, σε ακόμη έναν αφορισμό του έχει υποστηρίξει ότι «κάτι δεν είναι απαραίτητα αλήθεια ή ψέματα, μπορεί να είναι και τα δύο μαζί». Ποια θα είναι η ανάγνωση του Γιάννη Χουβαρδά σε αυτό το –εξόχως ανοιχτό σε ερμηνείες– κείμενο, για χάρη του οποίου έχει επιστρατεύσει ένα δυνατό πρωταγωνιστικό οπλοστάσιο (Χρήστος Λούλης, Μαρία Σκουλά, Μαρία Κεχαγιόγλου); Η απάντηση επί σκηνής.
Τα τρία πρόσωπα των «Παλιών καιρών»
Χρήστος Λούλης (Ντίλι)
Παρείσακτος ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εραστής τους ή υπολογίσιμος αντίπαλος σε μια μάχη με τελικό διακύβευμα την «κατοχή» της Κέιτ; Ο ρόλος του Ντίλι κάθε άλλο παρά μονοδιάστατος είναι.
Μαρία Σκουλά (Κέιτ)
Η σύζυγος του Ντίλι βρίσκεται στην κορυφή αυτού του αινιγματικού τριγώνου, καθώς το δραματουργικό ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από την αδιευκρίνιστη σχέση που είχε με τη συγκάτοικό της.
Μαρία Κεχαγιόγλου (Άννα)
Είναι ο εξωτερικός παράγοντας, που με την «εισβολή» της στο μέχρι τότε προστατευμένο σπιτικό του ζευγαριού πυροδοτεί τη δράση, ενώ η αλληλεπίδρασή της με τον Ντίλι απογειώνει τη σκηνική θερμοκρασία.
Περισσότερες πληροφορίες
Παλιοί καιροί
Το πιο αινιγματικό έργο του μεγάλου Βρετανού δραματουργού φλερτάρει με την ευμετάβλητη φύση της μνήμης, τα αληθινά γεγονότα κι εκείνα που δημιουργούν ο φόβος και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας.