Με ένα σπουδαίο κουαρτέτο ηθοποιών (Στέλιος Μάινας, Κατερίνα Λέχου, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Κατερίνα Μισιχρόνη) σε θέσεις για «Δείπνο» και τον Γιώργο Κοτανίδη σε ρόλο-καταλύτης των συγκρούσεων, η σκηνοθέτις μιλάει για την επικαιρότητα του διάσημου θρίλερ του Χέρμαν Κοχ λίγο πριν από την πρεμιέρα του στο Σύγχρονο Θέατρο (16/11).
Τι σας τράβηξε σε αυτό το έργο;
Ενθουσιάστηκα με το βιβλίο αρχικά, το οποίο μου πρότεινε ο Στέλιος Μάινας, διότι διάβασα έπειτα από καιρό ένα κείμενο πολύ σύγχρονο –είναι του 2012–, το οποίο όμως κρύβει πολλές αθέατες πλευρές: είναι ανθρωποκεντρικό, μιλάει για την ευρύτερη έννοια της οικογένειας, για αδερφικούς δεσμούς, για ζευγάρια... Είναι τόσο καλά δομημένο, τόσο ωραίο το χτίσιμο της έντασης, που αμέσως μου δημιούργησε μια έντονη αίσθηση θεατρικότητας. Επιπλέον είχα πολύ καιρό να δω κάτι που εστιάζει τόσο πολύ σε αυτό το περιβόητο κυνήγι της ευτυχίας –το θέμα όλων των συγγραφέων στην παγκόσμια δραματουργία–, το οποίο όμως διαχειρίζεται με τρόπο πολύ σημερινό.
Είναι κι ένα έργο που εκφράζει μια οργή απέναντι στην άρχουσα τάξη. Είναι αυτό κάτι που ενδιαφέρει τη δική σας απόδοση;
Έχει πολύ έντονο το πολιτικό στοιχείο πράγματι, διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι προλετάριοι: είναι άνθρωποι της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, ενώ ο ένας τους, ως υποψήφιος πρωθυπουργός σε προεκλογική περίοδο [σ.σ.: Λάζαρος Γεωργακόπουλος], είναι και φορέας εξουσίας. Το περιβάλλον δε στο οποίο τοποθετείται η ιστορία, αυτό το χλιδάτο, πανάκριβο εστιατόριο με το συγκεκριμένο πρωτόκολλο, είναι ένας χώρος που επαληθεύει το στάτους αυτών των ανθρώπων. Και ξαφνικά εκεί μέσα –και σε αυτές τις υπέροχες οικογένειες που έχουν όλα φόντα για εξώφυλλο περιοδικού– αποκαλύπτεται όλη αυτή η σαπίλα. Βεβαίως και υπάρχει σχόλιο και το πολιτικό στοιχείο είναι ζωντανό. Εμείς όμως δεν θέλουμε να δώσουμε χαρακτήρα επαναστατικό ή διδακτικό στο έργο. Εμείς παρατηρούμε τη ζωή και δύο διαφορετικές απόψεις για το πώς εξασφαλίζουμε την περιβόητη ευτυχία. Άλλωστε, ακόμη ένα στοιχείο που μου άρεσε στο έργο είναι ότι δεν δίνει απαντήσεις: βάζει στο τραπέζι το θέμα της ηθικής και της δικαιοσύνης –διότι αυτές συγκρούονται στην πραγματικότητα– και κανείς δεν βγαίνει αλώβητος.
Είναι κάτι που επίσης μου άρεσε ιδιαίτερα: και τα τέσσερα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, έχουν μια εκπληκτική διαδρομή μεγάλη και ακραία, κρύβουν άσους στο μανίκι τους και αποκαλύπτουν διαφορετικά πρόσωπα. Όλοι οι ρόλοι είναι δομημένοι εξαιρετικά, ενώ ενέχουν την ανατροπή που περιμένει κάποιος αλλά και το χιούμορ –ένα μαύρο, περίεργο χιούμορ– και, φυσικά, μια τεράστια σύγκρουση, τόσο εσωτερική όσο και με τους υπολοίπους. Γίνεται ωραίο παιχνίδι στο τραπέζι αυτό.
Αν σας ζητούσα, λοιπόν, να μου συμπυκνώσετε το έργο σε ένα tagline για την αφίσα;
Θα έλεγα: «Ένα επικίνδυνο γαστρονομικό καρουζέλ!»
Μπορεί το έργο να ανεβαίνει για πρώτη φορά στο ελληνικό σανίδι, το έχουμε όμως ήδη δει αρκετές φορές στο σινεμά: τι καινούργιο φέρνει η δική σας ματιά;
Το πιάτο δεν έχει στηθεί ακόμη, οπότε δεν θέλω να πω πολλά, όμως ο μετρ αυτού του περίεργου εστιατορίου [σ.σ.: Γιώργος Κοτανίδης] στην δική μας παράσταση έχει άλλον χαρακτήρα: έχει μια διάσταση ελαφρώς μεταφυσική, τρόπον τινά του ενορχηστρωτή αυτής της ιστορίας που χτυπάει κόκκινο. Αυτός ο μετρ με την πολύ σημαντική παρουσία ακροβατεί με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ, την υπέροχη λαγνεία των γεύσεων αλλά και μια αιχμή που λειτουργεί εμπρηστικά στην ιστορία, ενθαρρύνει τις συγκρούσεις, τις μεγεθύνει, και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτό που γίνεται στο τραπέζι.
Περισσότερες πληροφορίες
Το δείπνο
Ένα συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση διαρρηγνύει την εικόνα της φαινομενικά ευτυχισμένης, σύγχρονης αστικής οικογένειας μέσα από ένα επικίνδυνο δείπνο που εξελίσσεται σε αγώνα επιβίωσης.