Παράσταση που επιτυγχάνει να μας μεταδώσει τη θέρμη ενός έργου που αποτίνει φόρο τιμής στο θέατρο και στους ανθρώπους του, αν και δεν επιχειρεί να ξεπεράσει τη σιγουριά της πεπατημένης.
Ο «Αμπιγιέρ» είναι ένα από εκείνα τα γοητευτικά έργα που μας βάζουν στα παρασκήνια του θεάτρου – καθώς, μάλιστα, είναι γραμμένο από κάποιον που υπήρξε στ’ αλήθεια ο αμπιγιέρ ενός Βρετανού ηθοποιού, διαθέτει επιπλέον αμεσότητα και φρεσκάδα. Στο επίκεντρό του τοποθετεί τη σχέση ενός σαιξπηρικού ηθοποιού και του πιστού αμπιγιέρ του.
Ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται την κάπως τυραννική κι επηρμένη προσωπικότητα του Σερ αλλά και των ανθρώπων του θιάσου που βρίσκονται στη σκιά του (ο αμπιγιέρ του, η σύζυγος και συμπρωταγωνίστριά του, η διευθύντρια παραγωγής, οι υπόλοιποι ηθοποιοί) για να συνθέσει ένα έργο που συλλαμβάνει με όλες τις φωτοσκιάσεις της τη φύση των ανθρώπων του θεάτρου και του ίδιου του επαγγέλματος: τη ματαιοδοξία αλλά και το πάθος τους για μια δουλειά συχνά γεμάτη ματαιώσεις, την ανάγκη της υστεροφημίας, το εφήμερο του θεάτρου αλλά και τη σπουδαιότητά του (εσκεμμένα η δράση τοποθετείται στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου εν μέσω βομβαρδισμών).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξίσου αν όχι περισσότερο ενδιαφέρον, στήνει επί σκηνής ένα παιχνίδι θεάτρου με αφορμή τον Σαίξπηρ, καθώς μας βάζει να παρακολουθούμε, σαν μέσα από μια κλειδαρότρυπα, μέρος της παράστασης του «Βασιλιά Ληρ» που δίνει ο θίασος.
Ο Μανώλης Δούνιας σκηνοθετεί το έργο κρατώντας τις ισορροπίες μεταξύ δραματικού και κωμικού στοιχείου, επιτυγχάνοντας να μεταδώσει τόσο τη συγκίνηση και την περίσκεψη όσο και το γέλιο, εμφανίζεται όμως ασαφής ως προς τη βασική του ανάγνωση και άνισος καθοδηγητής των ηθοποιών. Το βάρος φαίνεται να έχει δοθεί στον ρόλο του Σερ, τον οποίο ερμηνεύει απολαυστικά ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, επιμένοντας πάντως όχι στην «τυραννική» του πλευρά, αλλά σε μια καλώς εννοούμενη ματαιοδοξία που προκαλεί κυρίως γέλιο και συμπάθεια. Από αυτήν την ανάγνωση, ωστόσο, δεν προκύπτει ως φυσική αναγκαιότητα η τελική κατάληξη, όταν γίνεται αντιληπτό πως ο Σερ υπήρξε ένας μάλλον εγωπαθής και αχάριστος συνεργάτης.
Συνεπακόλουθα η ερμηνεία του Μάνου Βακούση (Αμπιγιέρ), που επιφορτίζεται με το δραματικό κομμάτι, δεν βοηθιέται από τη σχέση που έχει ήδη αναπτυχθεί επί σκηνής. Έπειτα, οι δύο γυναίκες ηθοποιοί στους ρόλους της Λαίδης (Άννυ Λούλου) και της Μάρτζι (Ευγενία Αποστόλου) ερμηνεύουν με ακαμψία ή και στόμφο που επιβαρύνει την παράσταση – εκτός αν αποτελεί σκηνοθετική επιθυμία για να μεταφερθούμε στον τρόπο παιξίματος της εποχής στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Έτσι κάθε σκηνή μεταφέρει διαφορετική θερμοκρασία, ανάλογα με το ποιοι ηθοποιοί συμμετέχουν σε αυτήν.
Πολύ σημαντική η συνεισφορά της σκηνογραφίας (Δημήτρης Πολυχρονιάδης), κατανέμει ωραία το χώρο για να δημιουργήσει το καμαρίνι του Σερ, τα παρασκήνια και μέρος του προσκήνιου του θεάτρου, όπως και των κοστουμιών της Βασιλικής Σύρμα (αν και τα παπούτσια παραείναι καλοδιατηρημένα για περίοδο πολέμου).
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ - Β΄ ΣΚΗΝΗ Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, 2114117878. Διάρκεια: 110΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο αμπιγιέρ
Ο κόσμος του θεάτρου και οι σχέσεις των ανθρώπων του αλλά και τα παρασκήνια μιας σκηνής στο Λονδίνο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.