Φέτος, χάρη στον «Φάρο» (παίζεται στο Θέατρο Αθηνών) και τη «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» (κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 25/2 στο Επί Κολωνώ), θα πάρουμε μια καλή γεύση από τα έργα του Ιρλανδού δραματουργού που μαγεύουν τους θεατές ανά τον κόσμο.
Ήταν το 1995, όταν ο μόλις εικοσιτετράχρονος τότε Κόνορ ΜακΦέρσον είδε ένα από τα πρωτόλειά του να ανεβαίνει στο Λονδίνο και να βραβεύεται. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια ήρθαν μια παραγγελία για νέο έργο από το Rοyal Court, η βράβευσή του ως ανερχόμενου δραματουργού και η παγκόσμια αναγνώριση με το ανέβασμα δύο έργων του στη Νέα Υόρκη. Γεννημένος το 1971 στο Δουβλίνο, φάνηκε να διεκδικεί από νωρίς μια θέση ανάμεσα σε άξιους συμπατριώτες του (Ο’Κέιζι, Φρίελ, ΜακΝτόνα κ.ά.), που εφάρμοσαν την άποψη πως «ένας Ιρλανδός πρέπει να γράφει για ιρλανδικά θέματα και προβλήματα, δηλαδή για πράγματα που γνωρίζει καλά.
Αν τα περιγράψει καλά, θα τον καταλάβουν σε όλον τον κόσμο». Πράγματι τα έργα του, ενώ αποτυπώνουν μοναδικά την ψυχολογία του Ιρλανδού άντρα, έχουν καταφέρει να αφορούν τους θεατές παγκοσμίως, όπως φάνηκε ήδη από το 1998, όταν ανέβηκαν στη Νέα Υόρκη –μόλις ένα χρόνο μετά τη συγγραφή τους– ο μονόλογος «St Nicholas» και το «Φράγμα». Το δεύτερο ήταν αυτό που εκτόξευσε τη δημοτικότητα του συγγραφέα στα ύψη (έχει ήδη μεταφραστεί σε 17 γλώσσες!) και τον σύστησε και στην Ελλάδα το 2002 (σε σκηνοθεσία Έρσης Βασιλικιώτη). Στο «Φράγμα» ο ΜακΦέρσον έγραψε όντως για θέματα που ξέρει καλά: για ανθρώπους σε μια ερημική παμπ κάπου στην ιρλανδική επαρχία, που ξορκίζουν τη μοναξιά με τη βοήθεια του αλκοόλ, λέγοντας ιστορίες τρόμου.
Ιδού, λοιπόν, τα θέματα που τον απασχολούν σε σταθερή βάση: μεταφυσικό στοιχείο, αλκοόλ, μοναχικοί ήρωες. Όλα σχετίζονται ευθέως με τις παραδόσεις της Ιρλανδίας, την κοινωνική της ταυτότητα αλλά και την καθοριστική επίδραση του καθολικισμού, η οποία στην πραγματικότητα ενίσχυσε τη συγγραφική παράδοση, καθώς, όπως λέει και ο ίδιος ο ΜακΦέρσον, το να γράφεις ιστορίες σού δίνει τη δυνατότητα να «ζήσεις» εμπειρίες χωρίς τις οδυνηρές συνέπειες της αυστηρά τιμωρητικής καθολικής κουλτούρας. Στα έργα του αποτυπώνει ανθρώπους μετέωρους, συνήθως άντρες, στηριζόμενος σε μια γλώσσα που μεταφέρει καθημερινές κουβέντες, στο χιούμορ που εναλλάσσεται με το δράμα και στην αγάπη για τους αντιήρωές του, τέτοια που δικαιολογεί τον τίτλο που του έδωσαν οι Άγγλοι γείτονες: «ο Ιρλανδός Τσέχοφ».
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα, φέτος έχει την τιμητική του με δύο έργα που έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το ιρλανδικό μπορεί να είναι και παγκόσμιο. Στον «Φάρο» (2006), τον οποίο σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, πέντε άντρες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες αλκοόλ και ποντάρουν τη ζωή τους σε μερικές παρτίδες πόκερ, σε ένα έργο που συνδυάζει παραδειγματικά την κωμωδία με το δράμα και την αλληγορία με το γειωμένο ρεαλισμό.
Στη βραβευμένη από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» (2013), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, μια νεαρή πόρνη διαταράσσει τις ισορροπίες μεταξύ τριών μεσήλικων αντρών, σε ένα έργο που πραγματεύεται με τον τρόπο του την πολυπόθητη λύτρωση ηρώων εγκλωβισμένων στην περιθωριακή τους πραγματικότητα.
Περισσότερες πληροφορίες
Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας
Το έργο χειρίζεται με χιούμορ αλλά και τρυφερότητα τις δραματικές καταστάσεις, οι οποίες φτάνουν μέχρι την ακραία βία.
Ο φάρος
Μια παραβολή για την εξιλέωση γεμάτη μαύρο χιούμορ, με πρωταγωνιστές τέσσερις φίλους που περνούν τη νύχτα με έναν ξένο, παίζοντας χαρτιά και πίνοντας.