Ο Δημήτρης Τάρλοου μιλά με αφορμή τις «Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχοφ με πρωταγωνίστριες τις βραβευμένες Ιωάννα Παππά, Αλεξάνδρα Αϊδίνη και Λένα Παπαληγούρα.
Τι σημαίνει για έναν σκηνοθέτη σήμερα ένα τσεχοφικό κείμενο; Πώς το ζωντανεύει επί σκηνής;
Ζωντανεύω οποιοδήποτε κείμενο, όχι μόνο τσεχοφικό, σημαίνει το αποκρυπτογραφώ. Ανακαλύπτω τι πραγματικά συμβαίνει μεταξύ των χαρακτήρων του έργου, όχι μονάχα απ’ αυτά που λένε αλλά κυρίως απ’ αυτά που δεν λένε. Σημαίνει επίσης, τους φαντάζομαι όλους μπροστά μου. Σε ποιον μοιάζουν; Πρέπει να μου θυμίζουν κάποιον γνωστό μου άνθρωπο. Ο χώρος σε μια παράσταση παίζει επίσης ουσιαστικό ρόλο διότι ορίζει, ή θα έπρεπε τουλάχιστον να ορίζει, τη συνθήκη κάτω από την οποία θα παίξουν οι ηθοποιοί και ως εκ τούτου και το θέμα της παράστασης.
Γράφετε στο σημείωμά σας: «Σ’ αυτήν τη σπουδή για το πέρασμα του χρόνου οι χαρακτήρες βρίσκονται να ζουν τη δική τους δυστοπία αναζητώντας την ουτοπία μιας Ιθάκης». Αυτό σημαίνει πως οι πρωταγωνίστριες είναι εξίσου Ρωσίδες όσο και Ελληνίδες;
Σκηνοθετώ ένα έργο δύσκολο όσον αφορά τη σύνθεση κι αυτό το ανακάλυψα εν μέρει και κατά τη διάρκεια των προβών. Θεωρώ όμως ότι η εντοπιότητα, η ρωσικότητα δηλαδή, δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει να αποδώσω, διότι απλούστατα δεν αποδίδεται, ή εν πάση περιπτώσει εμένα δεν με πείθει όταν το βλέπω παιγμένο από μη Ρώσους ηθοποιούς. Τα έργα με ενδιαφέρουν στο βαθμό που μπορώ να μιλήσω για ένα φλέγον θέμα. Περισσότερο λοιπόν με αφορά το πώς εμείς οι Έλληνες φαντασιωνόμαστε αυτή την περίφημη ρώσικη ψυχή ή τη βαθιά ειρωνεία που προκύπτει από τη φράση-κλισέ «στη Μόσχα», σε σχέση με το σήμερα.
Την ιδέα της διπλής υπηκοότητας την αντλώ από εμένα τον ίδιο: Έλληνας ή Αμερικάνος, Πολωνός ή μήπως Ρωσοεβραίος εμιγκρές, ή μήπως Λιθουανός; Ή τίποτα απ’ αυτά; Να και η σύνδεση με τη «Χίμαιρα» και την απελπισμένη προσπάθεια της Μαρίνας να βρει λιμάνι. Αυτά όμως που με ενέπνευσαν, ήταν ένα διήγημα του Καραγάτση, η «Μπουχούνστα», όπου όλοι οι ήρωες είναι Ρώσοι, αλλά κατά τη διάρκεια αρχίζουμε και υποψιαζόμαστε ότι είναι Θεσσαλοί Καραγκούνηδες του κάμπου, και βεβαίως η απίστευτης ισχύος παράσταση του Κορσουνόβας «Γλάρος» την οποία είδα δύο φορές, μία φορά εν εξελίξει και μία ολοκληρωμένη στο Oskaras Koršunovas Theatre.
Οι τρεις αδελφές θέλουν να ανεβούν στο τρένο της ζωής και να γυρίσουν στην ιδανική πόλη των παιδικών τους χρόνων, τη Μόσχα. Το προλαβαίνουν;
Οι τρεις αδερφές επιχειρούν να ζήσουν το σήμερα με το βλέμμα στο χθες και το αύριο, όμως το τρένο της ζωής έχει ήδη σφυρίξει και επίσης δεν βλέπουν ότι ένα τσουνάμι ετοιμάζεται σε μερικά δευτερόλεπτα να τις εξαφανίσει για πάντα.
Ποιες είναι η Όλγα, η Μάσα, η Ειρήνη και τι είναι αυτό που είδατε στις τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς τις οποίες επιλέξατε να ερμηνεύσουν τους ρόλους;
Τα κορίτσια αυτά είναι τρεις καθηλωμένες, ακινητοποιημένες γυναίκες, με βαθιά τραύματα εξαιτίας του πατέρα φαντάσματος που τους απαγόρευσε οποιαδήποτε ουσιαστική ψυχική και σαρκική απόλαυση. Ο πατέρας αυτός είναι το ίδιο το έθνος, που με τη βαριά σκιά του και τις προαιώνιες επιταγές του μας υποχρεώνει σε μια ζωή βασανιστική, άγευστη και άχρωμη, ανέμπνευστη, μια κανονική κόλαση. Τις τρεις ηθοποιούς, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, την Ιωάννα Παππά και τη Λένα Παπαληγούρα, παρότι τις γνωρίζω καλά υποκριτικά, τις επέλεξα διαισθητικά, βεβαιώθηκα όμως ότι είναι οι κατάλληλες όταν βγήκαμε και φάγαμε κάμποσες φορές όλοι μαζί και είδα τη σχέση τους. Ήταν αυτή που έπρεπε.
Ο Τσέχοφ μας δείχνει έναν τρόπο να σταθούμε απέναντι στη μοίρα, τη δική μας, της χώρας μας, και να σκεφτούμε αίτια και αποτελέσματα;
Ο Τσέχοφ μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε, πως όταν αποδεχτούμε την οριστική μας ήττα, μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι, ακόμα κι αν είναι αργά για μας, για τη γενιά μας.
Πρώτη φορά σκηνοθετείτε Τσέχοφ; Τι καινούργιο σας αποκαλύφθηκε μέσα από αυτή την παράσταση;
Ναι, είναι η πρώτη φορά. Δεν γνωρίζω εάν μου αποκαλύφθηκε κάτι, διότι ακόμα η παράσταση είναι σε εξέλιξη. Αυτό που ξέρω είναι ότι το χιούμορ που υποψιαζόμουν υπάρχει στο έργο –ελπίζω και στην παράσταση– μαζί με μια φοβερή σκληρότητα. Σε κάποια σημεία οι χαρακτήρες μου θυμίζουν ταινίες του Γούντι Άλεν. Τώρα διαπιστώνω πόσο έχει επηρεαστεί από τον Τσέχοφ ο μεγάλος Αμερικανοεβραίος με ρώσικη καταγωγή σκηνοθέτης.
Παράλληλα συνεχίζει να παίζεται η «Μεγάλη Χίμαιρα». Μόνο χίμαιρα δεν ήταν καλλιτεχνικά για εσάς αυτή η παράσταση. Γιατί συγκίνησε τόσο πολύ το κοινό αυτό το έργο, ιδιαίτερα τώρα, σ’ αυτή την περίεργη εποχή;
Δεν είμαι καλός στην ανάλυση των τάσεων του κοινού. Καθόλου καλός. Ούτε και μπορώ να ερμηνεύσω τη γοητεία που ασκεί μια δουλειά μου. Θα συνεχίσετε με Καραγάτση;
Θα συνεχίσετε με Καραγάτση; Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Δεν σκοπεύω στο άμεσο μέλλον να κάνω Καραγάτση. Η επόμενη δουλειά μου είναι να σκηνοθετηθώ από τον Γιάννη Χουβαρδά σε κωμωδία του Λαμπίς.
Περισσότερες πληροφορίες
Τρεις αδερφές
Δεκαπέντε ηθοποιοί δίνουν προσωπικό ρεσιτάλ και η σκηνοθεσία αποκαλύπτει την ιλαροτραγική μοντερνικότητα του έργου και μαζί μια απρόβλεπτη... ελληνικότητα.