Εκατόν σαράντα ένα χρόνια από την ημερομηνία γραφής τους (1881), είκοσι πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ανέβηκαν στο Εθνικό (1997, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου), σαράντα τρία χρόνια αφότου ο Σταμάτης Φασουλής καταπιάστηκε μαζί τους, το 1979, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο: οι αριθμοί που συνοδεύουν την επικείμενη πρεμιέρα των "Βρικολάκων" φαντάζουν "ιστορικοί", όμως στην πραγματικότητα η παράσταση καλείται να ανταποκριθεί στο μοναδικό στοίχημα που διέπει το ανέβασμα της ιψενικής δραματουργίας, δηλαδή να κατοχυρώσει τη συνταρακτική διαχρονικότητά της – αυτή που έχει κάνει τα έργα του να παίζονται αδιάλειπτα από το 1894, όταν οι "Βρικόλακες" (και πάλι) σηματοδοτούσαν το πρώτο ανέβασμα ιψενικού έργου στην ελληνική επικράτεια.
Ο Ίψεν συγκαταλέγεται στην τριάδα των πιο πολυπαιγμένων στην Ελλάδα ξένων δραματουργών, δίπλα στον Τσέχοφ και τον Σαίξπηρ, και όχι τυχαία: πρόκειται για έναν δεξιοτέχνη συγγραφέα, που έχει υπογράψει έργα με σημαντική θεματολογία, άρτια δομή, υποδειγματική εξέλιξη πλοκής και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, πρόσωπα δηλαδή που αντιμετωπίζουν μεγάλα διλήμματα, εγκλωβίζονται σε καταστροφικά "ζωτικά ψεύδη" ή βρίσκονται στο κατώφλι των πιο κρίσιμων αποφάσεών τους. Παράλληλα, όντας γνήσιο πνευματικό τέκνο του δεύτερου μισού 19ου αιώνα, εισήγαγε στα έργα του τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που επέφερε σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο το πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Η θεματολογία τους αφορά την κοινωνία και ιδίως τον πυρήνα της οικογένειας, κάτι που τον καθιστά έναν από τους τολμηρότερους συγγραφείς της εποχής του – ο ίδιος και η δραματουργία του βρέθηκαν, άλλωστε, συχνά στο στόχαστρο έντονων αντιδράσεων, με το σκεπτικό ότι βάλλουν κατά του θεσμού του γάμου, της θρησκείας, της "πολιτισμένης κοινωνίας" εν γένει. Αναμενόμενο ίσως, καθώς στα έργα του αμφισβητεί τη δυαδικότητα των ερωτικών σχέσεων, μέσα από το μοτίβο του περιβόητου "ιψενικού τριγώνου", επιτίθεται στην υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της αστικής οικογενειακής ζωής, αντιμετωπίζει την οικογένεια ως εμπόδιο στην ευτυχία (ενίοτε και στην ίδια την επιβίωση) των παιδιών, αναδεικνύει τους επίσημους κοινωνικούς θεσμούς ως εχθρούς της ευημερίας.
Έτσι, και στους "Βρικόλακες", για πολλούς το καλύτερο από τα έργα του, ο Ίψεν βάζει στο στόχαστρο τον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική υποκρισία, που διαβρώνουν τις σχέσεις, στερούν την ατομική ευτυχία, καταδικάζουν τη ζωή της νέας γενιάς. "Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα" θα μπορούσε να είναι το μότο τους, καθώς αφηγούνται μια τραγική οικογενειακή ιστορία: Πίσω από την εορταστική διάθεση μέσα στην οποία ανοίγει το έργο, καθώς η κυρία Άλβινγκ ετοιμάζεται να εγκαινιάσει το ίδρυμα που έφτιαξε στη μνήμη του συζύγου της, κάτι πολύ άρρωστο κρύβεται. Οι βρικόλακες είναι οι αραχνιασμένες ιδέες που ταλάνισαν τη ζωή της, καθώς το αίτημα για κοινωνική ευπρέπεια την ανάγκασε να παραβλέπει την έκλυτη ζωή του Λοχαγού Άλβινγκ· γεγονός που της στοίχισε όχι μόνο την προσωπική ευκαιρία για ευτυχία, αλλά σημάδεψε και την υγεία του –χτυπημένου από σύφιλη– γιου της Όσβαλντ.
Αυτό το κοινωνικό δράμα που σχολιάζει τις –εξαιρετικά επικίνδυνες και ακόμη παρούσες σε μια εποχή ακραίας συντηρητικοποίησης– αντιλήψεις περί ηθικής σκηνοθετεί, σε δική του απόδοση, ο Σταμάτης Φασουλής, ο οποίος επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο έντεκα χρόνια μετά τους "Σκηνοβάτες" (από 11/11). Τα πρόσωπα του έργου, που αποτελούν ακόμη ένα σημείο αιχμής της ιψενικής δραματουργίας, καθώς σε αυτά αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο που βρίσκεται σε πάλη με τον εαυτό του και με τον περίγυρό του, θα ερμηνεύσει ένας ωραίος θίασος: η Ναταλία Τσαλίκη το ρόλο της Έλεν Άλβινγκ, ο Αργύρης Πανταζάρας τον Όσβαλντ, ο Περικλής Μουστάκης τον θεματοφύλακα της ηθικής και των αραχνιασμένων ιδεών πάστορα Μάντερς, η Κατερίνα Μαούτσου τη Ρεγκίνε Έγκστραντ, υπηρέτρια του σπιτιού που συνδέεται με την οικογένεια με ένα αμαρτωλό μυστικό, και ο Γιώργος Ζιόβας τον Γιάκομπ Έγκστραντ, πατέρα της Ρεγκίνε. Τα σκηνικά είναι του Γιώργου Γαβαλά, τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.
Περισσότερες πληροφορίες
Βρικόλακες
Στο έργο που το 1979 αποτέλεσε το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, το οικοδόμημα της αγίας οικογένειας και της κοινωνικής υποκρισίας καταρρέει όταν αποκαλύπτεται η νοσηρότητα του παρελθόντος των Άλβινγκ.