Με μια ανακοίνωση που στάλθηκε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο των φορέων αλλά και ιδιωτών που με κάποιο τρόπο ήρθαν σε επαφή με τη δουλειά του Κέντρου Εργασίας των Γιέρζι Γκροτόφσκι και Τόμας Ρίτσαρντς (Workcenter of Jerzy Grotowski and Thomas Richards) ανακοίνωσε ο δεύτερος την παύση της τριανταπεντάχρονης δραστηριότητάς του. Η πανδημία και η οικονομική δυσπραγία που αυτή δημιούργησε δεν άφησε ανεπηρέαστη μία άκρως δραστήρια κοιτίδα θεατρικής και ανθρωπολογικής έρευνας. Αφότου το ίδρυμα Teatro della Toscana, υπό τη σκέπη του οποίου λειτουργούσε το Κέντρο τα τελευταία χρόνια, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αλλάξει τον τρόπο χρηματοδότησης, ο Ρίτσαρντς αποφάσισε την οριστική παύση της λειτουργίας του - μία απόφαση, παρ' όλ' αυτά, που ήλθε και από το γεγονός πως -σύμφωνα με την επιστολή του- είχε έρθει η ώρα να κλείσει ο κύκλος δουλειάς που εκπορευόταν από τα διδάγματα του μεγάλου σκηνοθέτη και δασκάλου Γ. Γκροτόφσκι.
Ποιο είναι το Workcenter of Jerzy Grotowski and Thomas Richards
Το Κέντρο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1986 στην Ποντεντέρα της Ιταλίας (στην επαρχία της Τοσκάνης), όπου εγκαταστάθηκε ο Πολωνός σκηνοθέτης, όταν εγκατέλειψε οριστικά την παραγωγή θεατρικών παραστάσεων και αφοσιώθηκε εξολοκλήρου σε αυτό που τον απασχολούσε καθόλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του: στην ανθρωπολογική έρευνα μέσω των θεατρικών πρακτικών. Έχοντας στο πλάι του τον ηθοποιό Τόμας Ρίτσαρντς (που μετέπειτα έγινε σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής) ανέπτυξε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "Η Τέχνη ως Όχημα" (Αrt as Vehicle) - ένα σύνολο "παρα-θεατρικών" δραστηριοτήτων, όπου ομάδες καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο συμμετείχαν σε μία μακρά διαδικασία εξερεύνησης και διερεύνησης των σημείων εκείνων που είναι κοινά σε όλους τους πολιτισμούς και τους ανθρώπους, που υπερβαίνουν τις ατομικές, πολιτισμικές και φυλετικές διαφορές. Χρησιμοποιώντας εργαλεία και πρακτικές από τις ιεροτελεστικές τελετουργίες, τις φιλοσοφίες της Ανατολής, κ.ά. οι συμμετέχοντες επιχειρούσαν να ανακαλύψουν τις πρωταρχικές πηγές της ζωής και της ύπαρξης.
Η δουλειά του Κέντρου δεν θα μπορούσε να είναι στατική, μετεξελίχθηκε αρκετές φορές, ειδικά μετά το θάνατο του Γκροτόφσκι, το 1999, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή του ο Τόμας Ρίτσαρντς. Συνέχισε παρ’ όλ’ αυτά να λειτουργεί ακολουθώντας το ίδιο ερευνητικό μονοπάτι πάνω στην ανθρωπολογία του θεάτρου με συμμετέχοντες από όλον τον κόσμο, ενώ ξεκίνησε να παρουσιάζει τη δουλειά του σε εξωτερικούς θεατές - με θεάματα όμως που προέκυπταν από τον τρόπο δουλειάς της ομάδας και αφορούσαν τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα, και δίνονταν συνήθως σε μη θεατρικούς χώρους. Μία τέτοια παρουσίαση έγινε και στον Ζαρό της Κρήτης το φθινόπωρο του 2005, μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, σε μία από τις σπάνιες -ίσως τη μοναδική;- σύγχρονες περιπτώσεις όπου δόθηκε "παράσταση" σε χώρο λατρείας, με τους θεατές να μετέχουν γύρω από ένα τραπέζι σε έναν κοινό "Μυστικό Δείπνο".
Γκροτόφσκι, ο γκουρού του ευρωπαϊκού θεάτρου
Ο Πολωνός σκηνοθέτης (1933-99) σημάδεψε το ευρωπαϊκό θέατρο του 20ού αι. με τους οραματισμούς του για ένα θέατρο που θα υπερβαίνει αυτό των παραδεδομένων δυτικών πρακτικών. Παθιασμένος -αλλά και αμφιλεγόμενος, αφού θρυλικές είναι οι εξαντλητικές μεθόδοι διδασκαλίας ηθοποιών που ανέπτυξε- θέλησε να εμφυσήσει κάτι από την ένθεη υπέρβαση στο φθαρτό σώμα του θεάτρου και των ανθρώπων του. Με σπουδές υποκριτικής στην Κρακοβία και σκηνοθεσίας στη Μόσχα, επιρροές από τους ριζοσπάστες Ρώσους σκηνοθέτες (Ταΐροφ, Μέγιερχολντ, Βαχτάνγκοφ) και, κυρίως από τη φιλοσοφία, τις θρησκείες και τη λογοτεχνία της Ανατολής, κατάφερε να αφήσει το στίγμα του ως μία από τις εμβληματικές θεατρικές φυσιογνωμίες του παγκόσμιου θεάτρου - και από τους λίγους δυτικούς δασκάλους της θεατρικής ανθρωπολογίας, μαζί με τον Εουτζένιο Μπάρμπα και τον "δικό" μας Θόδωρο Τερζόπουλο.
Στην ιστορία της θεατρικής πρακτικής έμεινε γνωστός για την επίμονη και ενδελεχή προσπάθειά του για ένα "φτωχό θέατρο" και για την παράσταση ως πράξη υπέρβασης. Βάζοντας ως πυρήνα της δουλειάς του τον ηθοποιό και τα εκφραστικά του μέσα, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη μίας διδακτικής μεθόδου -με εμφανείς και μεγάλες επιρροές από την Ανατολή- όπου το σώμα του ηθοποιού γίνεται ο πρωταγωνιστής, απαλλαγμένο από σκηνικά, περιττά κοστούμια, μουσική, φωτισμούς, με μόνη αποστολή να επικοινωνήσει με τον θεατή αδιαμεσολάβητα. Γι’ αυτό και στις δουλειές του Γκροτόφσκι συναντάμε από νωρίς κάτι που θα αποδειχθεί κοινή πρακτική της θεατρικής πρωτοπορίας, δηλαδή την κατάργηση της μετωπικής σχέσης θεατή-ηθοποιού και την εκ νέου διάταξη του σκηνικού χώρου, αναλόγως των αναγκών της παράστασης, με απώτερο στόχο να αποτελέσει το θέαμα για όλους τους συμμετέχοντες -καλλιτέχνες και θεατές- μία συμμετοχική διαδικασία αποκάλυψης και ολοκλήρωσης.
Ο ίδιος χρησιμοποιούσε θρησκευτικούς όρους, για να περιγράψει τη δουλειά του ("άγιος ηθοποιός", "τελετουργία", "μετενσάρκωση", "κοινωνία"), ενώ οι οραματισμοί του για ένα θέατρο "αποκάλυψης" που βασίζεται αποκλειστικά στον ηθοποιό αναλύονται διεξοδικά στο "μανιφέστο" του, ένα από τα πλέον διαβασμένα βιβλία της παγκόσμιας θεατρικής βιβλιογραφίας "Για ένα φτωχό θέατρο" (1965) - ενώ σε αυτή τη βιβλιογραφία θα προστεθούν δεκάδες τίτλοι για τη δουλειά του Γκροτόφσκι από μελετητές ή συνεργάτες του.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά ο Γκροτόφσκι άρχισε να ασχολείται όλο και λιγότερο με την παραγωγή παραστάσεων και να στρέφεται στις "παραθεατρικές" του δραστηριότητες, ως ο εμπνευστής διαφόρων ερευνητικών πειραματισμών, με τελευταίο αυτόν του Κέντρου Εργασίας στην Ποντεντέρα.
Φωτογραφία εξωφύλλου: στιγμιότυπο της περφόρμανς "Dies Irae" του Κέντρου Εργασίας Γ. Γκροτόφσκι-Τ. Ρίτσαρντς, που παρουσιάστηκε ανά τον κόσμο το διάστημα 2003-05. Πηγή : Tracing Roads Across.