Ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να δει ένας καλλιτέχνης καθαρότερα μια πληγή. Αφήνει τη μνήμη να λειτουργήσει, ή δρα αμέσως; Σε αυτό το ερώτημα, εν μέσω πανδημίας, η περφόρμανς «Εάλω Θεσσαλονίκη» έρχεται να απαντήσει σαν πραγματική όαση σε συνθήκη αναζήτησης για το ποιο θα είναι το επόμενο μετέωρο βήμα. Έρχεται για μένα σαν κάτι καινούργιο όχι με την έννοια του νέου, που δεν είναι παλιό ή γερασμένο, αλλά με την έννοια της αθωότητας και ανακάλυψης νέων δρόμων.
Η περφόρμανς γίνεται στα πλαίσια του «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός». Ένα κείμενο των εκδόσεων Άγρα που αφορά τις αλώσεις της Θεσσαλονίκης το 904 και το 1430, μέσα από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις των ιερομόναχων Ιωάννη Καμινιάτη και Ιωάννη Αναγνώστη,οι οποίοι, βιώνοντας οι ίδιοι τις αλώσεις, μετατρέπουν την οδύνη σε καλλιτεχνική έκφραση.
Τα κείμενα μιλούν για την βία, για μια βία που φτάνει μέχρι σήμερα ίσως χωρίς το αίμα της τότε εποχής, αλλά σίγουρα βία. Η πολύ σημαντική δραματουργία της Ρούλας Πατεράκη συνδέει τις δύο αλώσειςτου 904 και του 1430 όχι με τρόπο απλώς αφηγηματικό η ιστορικό, αλλά με τον απόλυτα θεατρικό τρόπο του πάσχοντος αφηγητή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο θεατής δεν παρακολουθεί την ιστορία. Η δραματουργία περιλαμβάνει επίσης πολύ σημαντικά κείμενα του μέγιστου ποιητή, πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκηπου έζησε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.
Πέντε ηθοποιοί καλούμαστε, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Ρούλας Πατεράκη -που γνωρίζει πολύ καλά πώς να γίνεται η κάθε συνθήκη έμπνευση για τον ηθοποιό- να υπηρετήσουμε βασικά στοιχεία της performance. Αυτό δίνει στον ηθοποιό μια τρομακτική ελευθερία στα εκφραστικά μέσα, αλλά συγχρόνως επιβάλλει και αυστηρή πειθαρχία όσον αφορά τη φόρμα της παράστασης.
Τεράστια πρόκληση είναι ο ίδιος ο ρόλος του σαλού που υποδύομαι. Οι σαλοί -εκ του αρχαίου ‘σαλόν’ που σημαίνει αναταραχή-της Βυζαντινής εποχής ήταν εξαιρετικά ιδιαίτερες μορφές, ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να πουν τεράστιες αλήθειες και να μιλήσουν άφοβα για την κοινωνία της υποκρισίας και για τον διεφθαρμένο κλήρο της εποχής,μιας και είχαν “σαλεμένο νου”. Η πρόκληση να ερμηνεύσεις ένα ρόλο ο όποιος δεν έχει όνομα, δεν λέγεται Άλις, ή Μάρθα, ή Λιούμποβα, αλλά να πρέπει εσύ να του δώσεις όνομα, είναι τεράστια.
Ο σαλός περιφέρεται σε όλη την τοπογραφία της παράστασης,δεν είναι ποτέ ίδιος και, μέσα από την αθωότητά του, εναντιώνεται στα συμβάντα μ’ έναν δικό του καθαρό, διάφανο τρόπο. Ο σαλός είναι διάφανος. Είναι ένας από τους σαλούς του πλοίου του ποιήματος του Σεμπάστιαν Μπραντ «Το πλοίο των τρελών». Ένα απόσπασμα του κειμένου της παράστασης που λέγεται από τον σαλόκαι ανήκει στον Πεντζίκη: «Αφήκαμε τον ίσκιο μας εδώ κι εκεί, αλλάζουν οι νεκροί της πόλης την μορφή, πού να υπάρξουν κάγκελα να ξεχωρίσουν οι στράτες των ζωντανών απ’ των νεκρών τους δρόμους».