
Και ξαφνικά όλος κόσμος έγινε μια ψηφιακή σκηνή. Σε όλη τη διάρκεια του lockdown, ιστορικά θέατρα, όπως το National Theatre και το Globe από τη Μεγάλη Βρετανία, το Théâtre du Soleil από τo Παρίσι, η Schaubühne από το Βερολίνο, άνοιξαν τα ψηφιακά αρχεία τους και διέθεσαν στο κοινό μεγάλο δείγμα των μαγνητοσκοπημένων παραστάσεών τους. Αλλά και εδώ, η πλειοψηφία των μεγάλων θεατρικών οργανισμών (Εθνικό, Πορεία, Θέατρο του Νέου Κόσμου κ.ά.) συμμετείχαν στο «κίνημα» του online streaming, που έτυχε μάλιστα ενθουσιώδους υποδοχής.
Κι ενώ η συζήτηση στα (social) media διεξαγόταν, κατά τη γνώμη μας, σε λάθος βάση –κατά πόσο δηλαδή η παρακολούθηση μαγνητοσκοπημένων παραστάσεων μπορεί να συγκριθεί ή να υποκαταστήσει την πραγματική θεατρική εμπειρία (δεν μπορεί ούτε είναι αυτός ο σκοπός της, είναι η απάντηση)– αφήναμε να μας ξεφύγουν μερικές χρήσιμες διαπιστώσεις. Όπως αυτή πως το θέατρο λειτουργεί (και) ως ψυχικό καταφύγιο. Τα χιλιάδες views που μέτρησαν πολλές από τις παραστάσεις δεν οφείλονται αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, στην ευκολία της παρακολούθησής τους «από την άνεση του καναπέ».

Φανερώνουν μάλλον την ανάγκη του κοινού να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μια τέχνη που είχε μόλις και ξαφνικά στερηθεί. Μάλιστα, το συναισθηματικό βίωμα αποδείχθηκε το ισχυρότερο αντίβαρο στον σκόπελο της διαμεσολαβημένης ψηφιακής εμπειρίας. Δεν είναι τυχαίο ότι παραστάσεις με ισχυρό συναισθηματικό φορτίο έκαναν θραύση, όπως, π.χ., η «Αντιγόνη», που μας έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε μια εμβληματική σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, αλλά και να ξαναδούμε τον ίδιο να παίζει στην ορχήστρα της Επιδαύρου.
Έπειτα, ήταν μια καλή ευκαιρία να επανακτιμήσουμε τη δουλειά που έχουν κάνει φορείς όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και η Στέγη εκπαιδεύοντας τους θεατές, καθώς επί χρόνια τους φέρνουν σε επαφή με την πρωτοπορία του εξωτερικού. Η διάδραση του ελληνικού κοινού με τις ξένες παραστάσεις έγινε σίγουρα σε πολύ διαφορετική βάση απ’ ό,τι θα γινόταν αν δεν είχε αποκτήσει αυτή την υψηλή θεατρική παιδεία. Από μια άλλη άποψη, όμως, αυτή της ψηφιακής αποτύπωσης, η εμπειρία των ξένων παραστάσεων ήρθε να συντρίψει την αντίστοιχη ελληνική. Αν μη τι άλλο, οι άψογες μαγνητοσκοπήσεις των θιάσων του εξωτερικού (η ρωσική παράσταση των «Τριών αδελφών» είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα) ανέδειξε μετ’ επιτάσεως την ανάγκη να επενδύσει σοβαρά το ελληνικό θέατρο και σε αυτό τον τομέα.