Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο άμεσο, έξυπνο και ουσιαστικό τρόπο να μιλήσει ένας συγγραφέας για τις πληγές του σύγχρονου κόσμου από αυτόν που διάλεξε ο Καταλανός Εστέβα Σολέρ. Το προσφυγικό ζήτημα, η στεγαστική κρίση, η εργασιακή εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου, η παιδοφιλία είναι είναι μερικά από τα θέματα που βάζει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και χτίζει γύρω τους ένα σπονδυλωτό έργο εφτά ανεξάρτητων ιστοριών. Και τι κάνει με αυτές; Μεταχειρίζεται μια δραματική γλώσσα για να «πείσει» τον θεατή για την τραγική, πράγματι, διάσταση που έχουν λάβει τα παραπάνω θέματα; Καταφεύγει στον ρεαλισμό ή μήπως, χειρότερα, καταλήγει να ακούγεται διδακτικός; Τίποτα από τα παραπάνω.
Ο Σολέρ είχε την ευφυία να καταφύγει στη γλώσσα του θεάτρου του παραλόγου και να μεταμφιέσει τα δύσκολα ζητήματά του με ένα «κωμικό» ένδυμα, που καταλήγει να μας πετάει στα μούτρα πολλές άβολες αλήθειες. Όπως, π.χ., κάνει με τις αυτοκτονίες ανθρώπων που έχασαν το σπίτι τους επειδή δεν κατάφεραν να εξοφλήσουν το δάνειό τους στην τελευταία ιστορία του έργου, που διαδραματίζεται μεταξύ ενός μεσίτη και μιας υποψήφιας αγοράστριας με φόντο τον απαγχονισμένο πρώην ιδιοκτήτη του σπιτιού, όπου μεταχειρίζεται εξολοκλήρου την ειρωνία και το μαύρο χιούμορ.
Το ίδιο συγγραφικό μοντέλο ακολουθείται -αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο- σε όλες τις ιστορίες, με εξαίρεση την πρώτη, που είναι περισσότερο αφαιρετική αλλά εξίσου εύστοχη: απλή στη σύλληψη και το περιεχόμενο, καταδεικνύει ενώπιόν μας τη βαθιά κρίση του δυτικού πολιτισμού, βάζοντας μία μητέρα να απαριθμεί τις αξίες και τα ισχυρά «brand names» του ευρωπαϊκού πολιτισμού στον πρόσφυγα γιο της που βρίσκεται... στην άλλη πλευρά του φράχτη. Μαζί με τις υπόλοιπες, κάποιες βγαλμένες απευθείας από το θέατρο του Ιονέσκο όπως αυτή με τους χαμένους αριθμούς, οι ιστορίες του Σολέρ σχηματίζουν ένα ψηφιδωτό που λειτουργεί σαν γροθιά στο στομάχι μέσα από την επιμονή του να μιλάει με «ανάλαφρο» και κωμικό ύφος για επίπονα θέματα, όπως η πληρωμένη παιδική κακοποίηση από ανθρώπους της οικονομικής ελίτ ή η άκρατη εργασιακή εκμετάλλευση που κρύβει ο λαμπερός κόσμος της μόδας.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Μαυρογεωργίου έπαιξε και ανέδειξε την ειρωνεία και το παράλογο χιούμορ του έργου χωρίς να το φοβηθεί. Στο αποτέλεσμα βοήθησαν μερικές πολύ καλές ερμηνείες, με αδιαμφισβήτητη αυτή της Σύρμως Κεκέ σε όλες τις ιστορίες που συμμετείχε. Η κορυφαία της στιγμή, όμως, ήρθε σε αυτή της παιδοφιλίας: ο τρόπος με τον οποίο αντεπεξήλθε στην ευαίσθητη ισορροπία ενός ρόλου που θέλει μια γυναίκα να μιλάει για την παιδοφιλία του συζύγου της σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο είναι αξιομνημόνευτος και η σκηνή αποτελεί από μόνη της λόγο να επαναληφθεί η παράσταση. Καλοί και οι άνδρες της παράστασης (Γιώργος Παπανδρέου, Νίκος Νίκας, Σεραφείμ Ράδης) και με καλές στιγμές η Κάτια Γέρου, όχι όμως καθόλη τη διάρκεια, καθώς φάνηκε να καταφεύγει στο ίδιο υποκριτικό ύφος για κάθε επιμέρους ηρωίδα που υποδύθηκε.
Το σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα επιχείρησε να λειτουργήσει σημειωτικά –ο σωρός των στοιβαγμένων αντικειμένων δημιούργησε ένα ρημαγμένο, «μπεκετικό» τοπίο- όμως η όψη της παράστασης δεν κατέληξε ιδιαιτέρως καλαίσθητη. Συνολικά, πάντως, έχουμε να κάνουμε με μια παράσταση που, ειδικά αν δουλευτεί περισσότερο -ίσως είναι κι αυτή θύμα της κεκτημένης ταχύτητας με την οποία δουλεύονται οι ελληνικές παραγωγές για να «προλάβουν» το φεστιβάλ- έχει να προσθέσει ένα σημαντικό λιθαράκι στη θεατρική παραγωγή μας.
© φωτογραφιών Evi Fylaktou