Tο καλοκαίρι του 2009 οι Έλληνες θεατές γίνονταν για πρώτη φορά μάρτυρες της ιδιαίτερης σκηνοθετικής ταυτότητας του Ρομέο Καστελούτσι. Η «Θεία κωμωδία» του, βασισμένη στο έργο του Δάντη, παρουσίαζε ενώπιόν μας ένα σκηνικό σύμπαν που επιχειρούσε να αναπαραστήσει την ουσία του πραγματικού κόσμου, ενός κόσμου δηλαδή που δεν είναι φτιαγμένος μόνο από λέξεις αλλά και από ήχους, κινήσεις, εικόνες κι αισθήσεις. Αυτό δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί έναν σκηνοθέτη που εξαρχής είχε σπουδάσει ζωγραφική και σκηνογραφία.
Από το 1981, οπότε και ίδρυσε την ερευνητική καλλιτεχνική ομάδα Societas Raffaello Sanzio, ο Καστελούτσι επιδόθηκε στη διαμόρφωση μιας προσωπικής σκηνικής γλώσσας που μεταχειρίζεται κατά κύριο λόγο τη δύναμη της εικόνας· γι’ αυτό και συνήθως υπογράφει ο ίδιος τους φωτισμούς, τα σκηνικά και τα κουστούμια. Δεν μένει όμως στο επίπεδο της εικαστικής αναπαράστασης, ούτε επιζητά το «ωραίο». Αντιθέτως οι εικόνες του είναι βίαιες, βλάσφημες, ωμές, πρωτόγονες, δημιουργούν ένα θέατρο κρυπτικό και, κυρίως, έντονα οντολογικό και υπαρξιακό, που επιχειρεί να δώσει τη δική του εξήγηση στα ερωτήματα της ζωής.
Η έμπνευσή του συχνά εκκινεί από θεμελιώδη έργα (Σαίξπηρ, Αισχύλος, Δάντης), όπως και από σημαντικά θεολογικά κείμενα ή θέματα (Παλαιά Διαθήκη). Χαρακτηριστικές είναι δύο παραστάσεις που είδαμε εδώ, το «Περί της έννοιας του προσώπου του υιού του θεού» (2011), στο οποίο ο Καστελούτσι απέδωσε με αξιοσημείωτη πυκνότητα και αφοπλιστική σκηνική ευφυΐα το φθαρτό της ανθρώπινης ύπαρξης, και το «Go down, Moses» (2015), στο οποίο μια σειρά εξαιρετικής ομορφιάς ταμπλό βιβάν, η δημιουργία ηχητικού περιβάλλοντος αλλά κι ελάχιστος λόγος εικονοποίησαν φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, όχι χωρίς να εγείρονται διαφωνίες για την υπέρμετρη αφαιρετικότητα της δημιουργίας του.
Ακόμη πιο αφαιρετικός και αμφιλεγόμενος εμφανίστηκε στο «Ιούλιος Καίσαρας. Σπαράγματα» (2016), την περφόρμανς-μελέτη πάνω στο λόγο και στην ομιλία. Σε αυτή χρησιμοποίησε το σαιξπηρικό κείμενο για να εστιάσει στα όρια του σώματος και των λειτουργιών του. Καταγράφοντας με ενδοσκοπική κάμερα και προβάλλοντας σε οθόνη τη λειτουργία των φωνητικών χορδών ενός από τους τρεις ηθοποιούς, καθώς αυτός ερμήνευε το μονόλογό του, ο Καστελούτσι άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τα όρια του σκηνικού γεγονότος.
Η «Νέα ζωή»
Με τη νέα του παράσταση, η οποία έρχεται στο Φεστιβάλ Αθηνών (6-9/7), ο Καστελούτσι φαίνεται να μετατοπίζει το ενδιαφέρον του στην πολιτική προβληματική, όπως είχε κάνει με τη «Δημοκρατία στην Αμερική», που είδαμε επίσης στην Ελλάδα το 2017. Έχοντας εμπνευστεί από τον μαρξιστή φιλόσοφο Ερνστ Μπλοχ, που έβαλε στο κριτικό του μικροσκόπιο τον δυτικό πολιτισμό, στοχάζεται πάνω στο δίπολο πραγματικότητα - ουτοπία. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν πέντε ερασιτέχνες ηθοποιοί αφρικανικής καταγωγής, οι οποίοι βρίσκονται μόνοι σε έναν άδειο, εγκαταλελειμμένο χώρο αναζητώντας μια νέα ζωή. Ο Καστελούτσι κατέφυγε σε πιο λιτή εικαστικότητα σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές του, όχι όμως λιγότερο σημειωτική. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στον παλιό εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων της Citroen στις Βρυξέλλες και τώρα βρήκε τον ιδανικό χώρο φιλοξενίας της στη βιομηχανική όψη της Πειραιώς 260.
Περισσότερες πληροφορίες
La vita nuova (Η νέα ζωή)
Ο Ιταλός πρωτοπόρος δημιουργός σκηνοθετεί πέντε Αφρικανούς ερασιτέχνες ηθοποιούς σε ένα σκηνικό ταξίδι προς μια καλύτερη ζωή, αντλώντας έμπνευση από τη φιλοσοφική πραγματεία του Ερνστ Μπλοχ «Το πνεύμα της ουτοπίας».