Χρειάστηκαν εξήντα χρόνια από το θάνατό του για να ανεβεί έργο του στη σκηνή και σχεδόν εκατό για να μεταφραστεί, αλλά έκτοτε το «παιδί-θαύμα» του θεάτρου απασχολεί σταθερά τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες. Τρεις παραστάσεις έρχονται αυτήν τη σεζόν να μας θυμίσουν ότι ο Γκέοργκ Μπίχνερ έχει ακόμη πολλά να μας πει.
Δεν είναι και λίγο προτού συμπληρώσεις την πρώτη εικοσιπενταετία της ζωής σου να παραδώσεις τρία θεατρικά έργα και ένα διήγημα, που μάλιστα θα αποδειχθούν προδρομικά του μοντέρνου θεάτρου. Μια τέτοια περίπτωση, μοναδική στα χρονικά, είναι του Γερμανού Γκέοργκ Μπίχνερ, που έζησε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα (1813-37) και κατάφερε, προτού πεθάνει σε ηλικία μόλις είκοσι τριών ετών, να αποτυπώσει το στίγμα του σε μια χούφτα έργων, που αν και ανακαλύφθηκαν αργά, τον τοποθέτησαν αμέσως στο πάνθεον των σπουδαίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η περίπτωση Μπίχνερ επιβεβαιώνει ό,τι χαρακτηρίζει τους αληθινά σημαντικούς δημιουργούς: το έργο του, αφενός, ξεπερνάει την εποχή του και, αφετέρου, είναι τόσο πολυδιάστατο που απαγορεύει τον περιορισμό του σε συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις. Το γεγονός ότι στο πρόσωπό του οι μελετητές εντοπίζουν τον πρόδρομο τόσο του νατουραλισμού όσο και του εξπρεσιονισμού –ρευμάτων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους– μας δίνει μια ιδέα για το εύρος της γραφής και της σκέψης του.
Τα θεατρικά του έργα όχι μόνο δεν σταμάτησαν να παίζονται από τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν, αλλά παρασταίνονται όλο και συχνότερα στις μέρες μας, επιβεβαιώνοντας την οικουμενικότητα και τη διαχρονικότητα της «περίπτωσης Μπίχνερ». Η σταθερή ενασχόλησή του με θεμελιώδη θέματα που αφορούν τον άνθρωπο εξηγεί ικανοποιητικά το γιατί. Η ελευθερία της ύπαρξης, η έμφυτη τάση του ανθρώπου για ανυπακοή, η επιθυμία για αλλαγή, η παραδοχή της θνησιμότητάς του διατρέχουν όλο το συγγραφικό του έργο.Είναι όμως ακόμη σπουδαιότερο το γεγονός πως τα ελάχιστα δείγματα που πρόλαβε να συνθέσει προτού πεθάνει από τυφοειδή πυρετό δεν επιμένουν σε ένα στιλ γραφής αλλά διακρίνονται το καθένα για το δικό του ύφος. Το «Λεόντιος και Λένα», για παράδειγμα, δανείζεται για την ερωτική ιστορία τη μορφή ενός παραμυθιού, με απώτερο σκοπό όμως όχι απλώς να σατιρίσει τις ρομαντικές ιδέες αλλά να εκφράσει τη θαρραλέα άποψη του δημιουργού ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις που περιορίζουν την ατομική ελευθερία.
Ο ίδιος εξάλλου υπήρξε πραγματικός επαναστάτης, καθώς γοητεύτηκε από τις πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες, όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο αλλά έμπρακτα, εκδίδοντας μια μπροσούρα που του κόστισε ένα ένταλμα σύλληψης από τις αρχές. Στην πραγματικότητα, στα έργα του Μπίχνερ αντικατοπτρίζεται η προσωπικότητα του φλογερού, μαχητή ιδεολόγου, που κατορθώνει την ίδια στιγμή να διατηρήσει την «αντικειμενική» παρατηρητικότητα ενός επιστήμονα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πρόλαβε να σπουδάσει ιατρική και ανατομία και, ως πρώιμος νατουραλιστής, μετέφερε κάτι από το περιβάλλον του εργαστηρίου στη συγγραφική διαδικασία.
Ανάμεσα στα έργα του κυριαρχεί αδιαμφισβήτητα ο «Βόιτσεκ», το γνωστότερο και πιο πολυπαιγμένο, που, αν και ημιτελές, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβληθεί ως «αριστούργημα του μοντέρνου θεάτρου» αλλά και να εμπνεύσει τη σύγχρονη κουλτούρα: Έχει μεταφερθεί (τουλάχιστον δύο φορές) στον κινηματογράφο, έχει γίνει όπερα, ακόμη και κόμιξ. Με έμπνευση ένα αληθινό περιστατικό, ο Μπίχνερ έγραψε την ιστορία ενός στρατιώτη που καταδικάστηκε σε θάνατο για το φόνο της αγαπημένης του, αφού πρώτα αποτέλεσε αντικείμενο ιατρικών πειραμάτων που τον οδήγησαν στην τρέλα. Θαρραλέο σε σύλληψη, έχει καταλήξει να θεωρείται έργο-σταθμός για τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται ένα επώδυνο θέμα, τον εκμηδενισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας από κάθε μορφή θεσμοθετημένης εξουσίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι βρέθηκε σε τέσσερις διαφορετικές, όλες ανολοκλήρωτες, εκδοχές, καθιστά την πρόσληψή του ακόμη πιο ερεθιστική, καθώς δίνει στους σκηνοθέτες μεγάλα περιθώρια ανασύνθεσης και οδηγεί σε διαφορετικές κάθε φορά σκηνικές εκδοχές.
Μπίχνερ στη σκηνή
«Βόιτσεκ»
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου προτείνει μια νέα σύνθεση των διαφορετικών εκδοχών του έργου και θέτει τους Γιώργο Γάλλο και Έλενα Μαυρίδου επικεφαλής του πολυπληθούς θιάσου (Δημοτικό Πειραιά, από 22/2), ενώ τη δική του οπτική καταθέτει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου με τη σταθερή ομάδα των ηθοποιών του: Ελ. Βλάχος, Αγ. Μαρίνου, Δ. Ξυλαρδιστός κ.ά. (Σημείο, από 3/3)
«Λεόντιος και Λένα»
Ο Γιώργος Κατσής σκηνοθετεί μια νεανική ομάδα (Χ. Μ. Γιαννάτου, Γ. Τριανταφυλλίδης, Ν. Εξηνταβελώνη κ.ά.) σ’ αυτήν την ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο νέους ευγενικής καταγωγής. Σαιξπηρικοί απόηχοι και φρεσκάδα παραμυθιού «καμουφλάρουν» ένα έργο που καταγγέλλει την κοινωνική παρακμή και υποκρισία ενώ παράλληλα στοχάζεται σε θέματα πεπρωμένου και ελεύθερης βούλησης (Σφενδόνη).
Περισσότερες πληροφορίες
Λεόντιος και Λένα
Ένα ρομαντικό παραμύθι ή ένα σκοτεινό υπαρξιακό κείμενο; Μία από τις πιο σκληρές ιστορίες του Γερμανού δραματουργού που υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στη μοίρα του.
Βόυτσεκ
Μέσα από σύντομες σκηνές και γρήγορη κινηματογραφική ροή, η παράσταση αποτελεί ένα συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στον εκμηδενισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας από την εξουσία.