Για να ξεκινήσουμε με τους αριθμούς, από την έναρξη της 1ης Ιουνίου παρουσιάστηκαν συνολικά είκοσι δύο θεατρικές παραστάσεις, εξαιρουμένων των χορευτικών και όσων εντάχθηκαν στο άνοιγμα στην Αθήνα και τον Πειραιά, εκ των οποίων οι οχτώ ήταν ξένες και οι δεκατέσσερις ελληνικές (οι δύο σε επανάληψη). Η ετεροβαρής κατανομή υπέρ των δεύτερων που ξεκίνησε από τις τελευταίες θητείες του Λούκου συνεχίζεται μέχρι σήμερα υποθέτω για τους ίδιους λόγους: μειωμένη επιχορήγηση άρα λιγότερα χρήματα για μετακλήσεις και, παράλληλα, επιθυμία ενίσχυσης της ελληνικής παραγωγής εν μέσω κρίσης.
Κατ’ εμέ, το πρόγραμμα του Φεστιβάλ θα έπρεπε, ιδανικά, να απαρτίζεται κυρίως από ξένες παραγωγές, έτσι ώστε να παίρνουμε μια καλή γεύση του πώς διαμορφώνεται το παγκόσμιο θέατρο, ενώ όσον αφορά τις ελληνικές να δίνεται βήμα κάθε φορά σε νέες προσπάθειες -όχι απαραίτητα σε πρωτοεμφανιζόμενους-, με ό,τι ρίσκο αυτό συνεπάγεται. Με αυτό ως δεδομένο, η φετινή χρονιά μπορεί να αποτιμηθεί θετικά: Παραπάνω από τους μισούς ξένους καλλιτέχνες τους είδαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή μόλις για δεύτερη (πρακτικά, από τους «παλιούς γνώριμους» ήρθαν μόνο ο Βαρλικόφσκι και ο Γκοσλέν), και ήταν αληθινά ενδιαφέρων ο εμπλουτισμός των εμπειριών μας με άγνωστες ή λιγότερο γνωστές θεατρικές φωνές. Έπειτα, στο κομμάτι της ελληνικής παραγωγής δόθηκε βήμα και σε καλλιτέχνες που δεν μονοπωλούν τακτικά το θεατρικό ενδιαφέρον (Violet Louise, Μάρθα Μπουζιούρη, Ελίζα Σόρογκα, blindspot theatre group), με δείγματα εργασίας που απέδειξαν, όχι χωρίς να έχουν αδυναμίες, πως το ελληνικό θέατρο κινείται και κινητοποιείται. Μακάρι να πολλαπλασιαστούν του χρόνου.
Η ελληνική παρουσία του Φεστιβάλ ήρθε να προστεθεί στο ευρύτερο παζλ που ονομάζεται «σύγχρονο ελληνικό θέατρο» και έδειξε πως δεν του λείπουν τα σημάδια κόπωσης, ίσως (και) εξαιτίας της φρενίτιδας που χαρακτηρίζει τους ρυθμούς της θεατρικής μας παραγωγής. Δεν μπορώ να μη σχολιάσω ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της κόπωσης, την απογοήτευση που μου προκάλεσε η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου, όπου το φλέγον -και φλεγόμενο- «Φαρενάιτ 451» με τις τρομαχτικές σημερινές προεκτάσεις μετατράπηκε σε ένα ανώδυνο, διόλου απειλητικό και τεχνολογικά ξεπερασμένο θέαμα· όπως και τον εξαιρετικά άτολμο, σχεδόν συντηρητικό «Εξολοθρευτή Άγγελο» της Άντζελας Μπρούσκου που μετουσίωσε το σαρδόνιο κείμενο του Μπονιουέλ που ξεγυμνώνει τη μικρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια άνευρη σκηνική συνεύρεση «ονομάτων».
Σε επίπεδο προγραμματισμού, πάντως, η συρρίκνωση του προγράμματος λειτούργησε και η μεγάλη εικόνα συνηγορεί στο ότι πρόκειται για την καλύτερη χρονιά της θητείας του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Το γεγονός πως πορεύεται «κάθε χρόνο και καλύτερα» είναι κάτι που πρέπει να του αναγνωριστεί. Το σημαντικότερο όλων, βέβαια, είναι πως είδαμε σπουδαίες παραστάσεις που συγκαταλέγονται στις θεατρικές εμπειρίες μιας ζωής. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω το master class υποκριτικής τέχνης και σκηνικής συνύπαρξης που παρέδωσε η ομάδα του βαν Χόβε στα δύο έργα Μπέργκμαν ή την παράσταση των «Τριών αδελφών» από τον Κουλιάμπιν που συμπύκνωσε απαράμιλλα όλη την τσεχοφική πεμπτουσία; (Αποζημιώθηκα έτσι, π.χ., για το «We are leaving» του Βαρλικόφσκι, ο οποίος επαναλαμβάνει μια σκηνική γλώσσα που μου φαίνεται πια κουρασμένη.) Αξιοσημείωτο είναι πως οι δύο αυτές παραστάσεις ήταν από τις ελάχιστες που αφενός βασίστηκαν σε κάποιο κείμενο -θεατρικό ή κινηματογραφικό- και αφετέρου δεν κινήθηκαν με άξονα τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, ο οποίος κυριαρχεί στη σκέψη Ελλήνων και ξένων: από τον Γάλλο Γκοσλέν και τον ευρωσκεπτικισμό του «1993», τον Ούγγρο Μούντρουτσο και τον ρατσισμό στην «Απομίμηση ζωής» μέχρι τον δικό μας Θωμά Μοσχόπουλο, για να αναφέρω τις πιο τρανταχτές περιπτώσεις.
Η συνύπαρξη ελληνικών και ξένων παραστάσεων ήρθε να επιβεβαιώσει κάτι ακόμη: το θέατρο εδώ και παντού κινείται πια στα όρια της περφόρμανς και των μικτών παραστατικών τεχνών και επαφίεται ιδιαιτέρως στη χρήση της τεχνολογίας. Παρ’ όλ’ αυτά, σχεδόν κάθε ξένη παράσταση είχε τη σφραγίδα της καταγωγής της. Οι Nature Theater of Oklahoma από τις ΗΠΑ παρώδησαν την ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας τους με τους κώδικες των σπαγκέτι γουέστερν, ο Νοτιοκορεάτης Γιάχα Κου μας μίλησε για το θέμα της οικονομικής κρίσης χρησιμοποιώντας ρομποτικές μηχανές μαγειρέματος ρυζιού, οι Κολομβιανοί του Mapa Teatro (περι)έπαιξαν με σύμβολα της πατρίδας τους. Στον αντίποδα, η εθνική σφραγίδα είναι κάτι που απουσίασε από το ελληνικό θέατρο, που φαίνεται να εξαλείφει (μάλλον συνειδητά) τα ιθαγενή χαρακτηριστικά του -μόνο οι παραστάσεις του θεάτρου ντοκουμέντο εμπνεύστηκαν, σε επίπεδο θεματολογίας, από το «εδώ» (Σόρογκα, Μπουζιούρη, Αζάς-Τσινικόρης)-, παρακάμπτοντας έτσι την ευκαιρία να δομήσει μια δική του ταυτότητα μέσα στον παγκόσμιο θεατρικό χάρτη.