Ο Θωμάς Μοσχόπουλος αντικρίζει και ζωντανεύει τη δυστοπική πόλη που διείδε ως εφικτή ο Ρέι Μπράντμπερι στο «Φάρεναϊτ 451», ένα από τα σημαντικότερα μελλοντολογικά έργα του 20ου αιώνα. Αυτό το έργο ανεβάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών κι εμείς μπήκαμε στην πρόβα και μιλήσαμε μαζί του.
Για το Θωμά Μοσχόπουλο το «Φάρεναϊτ 451» είναι το τρίτο μέρος μίας τριλογίας της δυστοπίας και με αυτό κλείνει, προσωρινά τουλάχιστον, ένας κύκλος. Η καυστική του εντιμότητα και η έγνοια του γύρω από την ανάπτυξη κριτικής σκέψης οδηγούν τις επιλογές του στο θέατρο: «Δεν μπορώ να μπω ξανά στη λογική του παλιότερου θεάτρου, που μας απασχολούσε το ιδιωτεύειν» μας είπε. «Δεν θέλω να βλέπω μόνο το άτομο αλλά και το που είμαστε όλοι μαζί. Ξεκίνησε η τριλογία από τον παραλογισμό της ‘Δίκης του Κ.’, της δικής ενός ανθρώπου, ο όποιος πάει να συγκεντρώσει τα λογικά του αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει καμία λογική. Πήγα στον ‘Κάντιτ’, ο όποιος προσπαθεί να δει ότι όλα είναι καλά και μας έδειξε ότι υπάρχουν λύσεις θέτοντας λίγο πιο έντονο το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης».
Τώρα, ο Θωμάς Μοσχόπουλος πάει λίγο πιο βαθιά το θεατρικό νυστέρι ανεβάζοντας στην Πειραιώς 260 (8-10/6) το «Φάρεναϊτ 451» ένα έργο που αναφέρεται στον ολοκληρωτισμό ενός μέλλοντος ελεγχόμενου. Στο πλαίσιο μιας κατασταλτικής πολιτικής στο όνομα του «κοινού καλού» οι άνθρωποι βάζουν φωτιά στα βιβλία. Η γνώση αποτελεί έγκλημα και η αποχαύνωση του μέσου πολίτη στην τηλεθέαση γίνεται το υπέρτατο αγαθό. «Μπορεί το έργο να τοποθετείται κάπου στο μέλλον αλλά δεν βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτό» υπογραμμίζει ο Θωμάς Μοσχόπουλος δίνοντας το έναυσμα για μια αποκαλυπτική συζήτηση.
Ο τόπος και ο χρόνος του έργου
Σε ένα απροσδιόριστο χωροχρόνο, ο Μόνταγκ μαζί με άλλους πυροδότες καίνε τα βιβλία - ο τίτλος αφορά την απαιτούμενη θερμοκρασία καύσης του χαρτιού- γιατί στην «ιδανική» κοινωνία τους απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή βιβλίων. Έρχεται όμως η στιγμή που, ο Μόνταγκ υποκύπτει στη γοητεία μιας ανάγνωσης κοπέλας και ανακαλύπτει την αξία των βιβλίων. Όταν τον ανακαλύπτουν οι άλλοι πυροδότες αναγκάζεται να καταφύγει στα δάση, εκεί όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι, οι οποίοι έχοντας αποστηθίσει τα αγαπημένα τους βιβλία, προσπαθούν να τα διασώσουν, μεταδίδοντας τα στις επόμενες γενιές.
Ο συγγραφέας και το σύμπαν ενός διανοητικού ολοκληρωτισμού
Ο Ρέι Μπράντμπερι έγραψε το μυθιστόρημα «Φάρεναϊτ 451» το 1953 σα σχόλιο στο μακαρθισμό και το θεατρικό το 1975 κουβαλώντας πικρία σε σχέση με τη λογοκρισία. Το «Φαρενάιτ 451» έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τριφό το 1966 με τους Οσκαρ Βέρνερ, Τζούλι Κρίστι και Σίριλ Κιούζακ κι έχει γίνει ένα εντυπωσιακό graphic novel σε συνεργασία του Μπράντμπερι με τον καλλιτέχνη Τιμ Χάμιλτον. Θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνήματα στην κατηγορία επιστημονικής φαντασίας αλλά η σκέψη του Μπράντμπερι δεν είναι μόνο φανταστική αλλά και πολιτική. Ο ίδιος μάλιστα συνήθιζε να λεει: «Η επιστημονική φαντασία είναι μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Η φαντασία είναι μια απεικόνιση του εξωπραγματικού».
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος συμφωνεί με αυτή τη σκέψη και συσχετίζοντας τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα πιστεύει πως: «Όλα όσα λέγονται στο έργο είναι οι εφιάλτες του τώρα. Το κάψιμο των βιβλίων δεν είναι καινούργια υπόθεση. Υπήρξε η Ιερά Εξέταση, οι Ναζί τώρα οι Ισλαμιστές που καίνε και γκρεμίζουν. Το φοβερό σ’ αυτό το έργο είναι το γεγονός ότι ο πολιτισμός μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο οδηγεί στο να καούν τα βιβλία. Το κάψιμο έχει αποφασιστεί μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Έφτασε δηλαδή η στιγμή για τους ανθρώπους να μη χρειάζονται τα βιβλία, να μην βρίσκουν τίποτα ενδιαφέρον σ’ αυτά. Εξαφανίζεται η κουλτούρα του προβληματισμού και της αμφιβολίας. Στο έργο υπάρχει ο φυσικός κόσμος των ανθρώπων που ζουν στην εξοχή είναι συμφιλιωμένοι με την έννοια της φθοράς, της τριβής, της υγρασίας και αντιστέκονται απέναντι σ’ ένα κόσμο που έχει την αίσθηση του ψηφιακού. Για τους άλλους όλα είναι τέλεια. Οι άνθρωποι δεν αρρωσταίνουν πια, οι βασικές ανάγκες είναι όλες καλυμμένες δεν υπάρχει λόγος να προβληματίζονται για τίποτα. Στο έργο, η γυναίκα του Μόνταγκ κάνει απόπειρα αυτοκτονίας κι έρχεται ξαφνικά ένα ιατρικό τμήμα, της κάνει επέμβαση μέσα στο σπίτι και ανάνηψη σε 3 δευτερόλεπτα. Δεν υπάρχει όμως κάτι που να καλλιεργεί την σκέψη. Ζουν μέσα στα κουτάκια τους κι όποιος βγαίνει στο δρόμο θεωρείται περιθωριακός. Δεν υπάρχει η απλή αίσθηση του δημόσιου βίου».
Οι ηθοποιοί και οι ρόλοι
Πάνω στη σκηνή βρίσκονται όλοι οι ηθοποιοί ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, η Άννα Μάσχα, η Ευδοκία Ρουμελιώτη, η Κίττυ Παϊταζόγλου, ο Μάνος Γαλανής, ο Θάνος Λέκκας και αφήνονται στις οδηγίες της Σοφίας Πάσχου που έχει την επιμέλεια της κίνησης. Η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Χάρης Τσιτσάκης, παρακολουθούν την πρόβα αθόρυβα από τα καθίσματα της πλατείας. Η Άννα Μάσχα μαζί με τον Μάνο Γαλανή και το Θάνο Λέκκα φορούν στολές και από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω πως η γνωστή ηθοποιός, που μετρά χρόνια συνεργασίας με το Θωμά Μοσχόπουλο ερμηνεύει έναν ανδρικό ρόλο. «Έγινε σκόπιμα η επιλογή να ερμηνεύσει γυναίκα αυτόν τον αντρικό ρόλο, ένα μεφιστοφελικό τύπο που στο τέλος κάνει την ανατροπή» μου είπε ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Είναι ένα σχόλιο απέναντι στο θέμα της έμφυλης κατηγοριοποίησης. Ο ρόλος του Μπίτι, του αξιωματικού των πυροσβεστών είναι φαινομενικά ο κακός του έργου που αναπτύσσει ένα πάρα πολύ σκληρό και κυνικό τρόπο. Μπορεί να φτάσει από την απόλυτη ελευθερία στον απόλυτο φασισμό δεν είναι καθόλου σχετικιστής. Είναι ένας πρώην διανοούμενος, ο όποιος έχει απογοητευτεί γιατί δεν έχει βρει απολύτως καμία απάντηση στα φλέγοντα ζητήματα της ζωής του οπότε περνάει στο άλλο στρατόπεδο με τη λογική ότι χωρίς τα βιβλία κανείς δεν θα προβληματίζετε. Ο ίδιος λεει: ‘Σε τι οδήγησε η φιλοσοφία, σε τι οδήγησε η σκέψη; Μόνο σε περισσότερες στεναχώριες’. Ο συγγραφέας σχολιάζει το διανοούμενο σαν δειλό, σαν τους διανοούμενους που λένε τι πρέπει να γίνει αλλά στην ουσία δεν κάνουν τίποτα».
Η Ξένια Καλογεροπούλου παίζει το ρόλο του ανθρώπου που δεν θέλει να αποχωριστεί τα βιβλία της και αυτοπυρπολείται μαζί με εκείνα. Μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός μένεις άναυδος και αναρωτιέσαι τι γίνεται με τους ανθρώπους, πως μπορεί κάποιος για να μην εγκαταλείψει τα βιβλία του να προτιμάει να πεθάνει; «Αρχίζεις να σκέφτεσαι όχι το πως γίνονται τα πράγματα αλλά το γιατί γίνονται τα πράγματα. Υπάρχουν αρκετές ανατροπές στην ιδεολογική τοποθέτηση των ηρώων. Στο τέλος είναι σα να λεει ο συγγραφέας ότι αυτό που κερδίζουν οι άνθρωποι είναι το δικαίωμα στην αμφιθυμία. Το δικαίωμά τους στο να μην είναι τα πράγματα ασπρόμαυρο στο να τα συζητάς και να τα σκέφτεσαι. Ο Μπράντμπερι αφήνει ένα μικρό φως στο τούνελ και η αντίσταση που προτείνει είναι να μην κρύβουν οι ήρωες του τα βιβλία αλλά να τα μαθαίνουν απ’ έξω. Μαθαίνεις απ’ έξω το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και κανείς δεν μπορεί να σε συλλάβει γιατί το φέρεις μέσα σου και το μαθαίνει σε κάποιον άλλον στη συνέχεια.
»Γίνεται κάτι πιο πρωτόγονο. Αυτή η επιστροφή στον πρωτογονισμό της άμεσης επαφής και όχι στο κοιτάμε την οθόνη και επικοινωνούμε είναι αυτό που προτείνει σαν ένα ρομαντικό τρόπο μιας εξόδου. Ωστόσο δε λέει ότι αυτή είναι η λύση, λέει ότι θα περιμένουμε... Αργά ή γρήγορα θα βρεθεί ξανά ένας τρόπος να ξεφύγουμε από αυτό. Υπάρχει η ελπίδα που δείχνει ότι το σκοτάδι πάντα ενέχει και το φως. Για μένα τίθεται έντονα ένα θέμα σε σχέση με το χρόνο. Σου δημιουργεί μία σχέση με το χρόνο που υποβάλλεται και κυρίως από τη δική σου πρόθεση του πως προσεγγίζεις κάτι. Υπάρχει ένα μότο που κρατώ: ‘που χρόνος να διαβάσεις, εδώ σχεδόν δεν έχεις χρόνο να ζήσεις’.
Η μαζικότητα της πληροφορίας, η ταχύτητα με τη οποία γίνονται τα πράγματα δεν σε αφήνει να σκεφτείς κάτι δεύτερη φορά κι έχεις άμεσες αρνητικές αντιδράσεις συνέχεια. Για μένα προσωπικά ο χρόνος είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι. Η βιασύνη, το άγχος, το να τρέχεις χωρίς να θυμάσαι γιατί τρέχεις. Μια σχέση με το χρόνο είναι ο στοχασμός. Πρέπει να αφήνεις τη ζωή να παίρνει αυτή, το χώρο της. Οι περισσότεροι ζουν μέσα από τα social media παριστάνουν ότι έχουν ζωή ,ότι έχουν φίλους, χαίρονται που έχουμε τόσα like. Έλεος! Ταυτιζόμαστε με το διαδίκτυο σε τέτοιο βαθμό που δεν έχουμε ζωές και αυτό είναι ευθύνη μας. Ο Αϊνστάιν είπε πως ‘οτιδήποτε βιωμένο είναι γνώση, οτιδήποτε μη βιωμένο είναι πληροφορία’. Έχουμε πλέον πολλές πληροφορίες, λίγα βιώματα οπότε λίγη γνώση. Φοβόμαστε να ανοιχτούμε, δεν προλαβαίνουμε».
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης κρατά το ρόλο του Γκάι Μόνταγκ του πυρασφαλίτη που γοητεύεται από ένα περίεργο εξωτικό κορίτσι, την Κλαρίς, την οποία ερμηνεύει η Κίττυ Παϊταζόγλου, τον κάνει να αλλάξει γνώμη για τα βιβλία και να εκτιμήσει την αξία τους. Σιγά σιγά καταλαβαίνει πως είναι λάθος η καύση των βιβλίων αρχίζει να αποστασιοποιείται από τους συναδέλφους του και πηγαίνει σε μια απόμερη περιοχή, όπου ζουν οι αναγνώστες βιβλίων. Όπως και οι υπόλοιποι απομνημονεύει τα βιβλία που διαβάζει και συγκεκριμένα τις «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη είναι η Μίλντρεντ η σύζυγος του Μόνταγκ, ένα λοβοτομημένο πλάσμα, μία τέλεια σύζυγος, που ζει μέσα στο σπίτι στον απόλυτο κομφορμισμό.
Ο Χάρης Τσιτσάκης κάνει τον παππού της Κλαρίς ένα καθηγητή με τον οποίο έρχεται σε επαφή ο Μόρταγκ όταν αρχίζει και μπαίνει στην αντίσταση για να μάθει περισσότερα για τα βιβλία.
Ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας παίζουν αρκετούς ρόλους, από πυροσβέστες μέχρι νοσοκόμους και παρουσιαστές της τηλεόρασης.
Το σκηνικό περιβάλλον
Στο σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού υπάρχει αντανάκλαση ενός κόσμου θεάματος. Τα σπίτια έχουν τεράστιους τηλετοίχους, οθόνες που εξασφαλίζουν την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, των ψηφιακών φίλων. Υπάρχουν επίσης προβολές, όχι αφηγηματικές, και το σχεδιασμό τους ανέλαβαν η Χρυσούλα Κοροβέση και ο Μάριος Γαμπιεράκης. Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου συντελούν στη διαμόρφωση ατμόσφαιρας. Τη φθορά της πόλης που σκιαγραφείται με ένα φθαρμένο κίτρινο σπάνε τα φωτισμένα ροζουλιά σπίτια. Αρμονικά ενταγμένα στο φουτουριστικά τοπίο είναι τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, που έχουν αναφορές στις κολεξιόν σύγχρονων σχεδιαστών. Η Κίττυ Παϊταζόγλου φορούσε στην πρόβα ένα ασημί φόρμα που όσο κι αν φαίνεται...διαστημικό έχει εμφανιστεί σε πασαρέλες, ενώ η Ευδοκία Ρουμελιώτη θα φορέσει ένα κοστούμι που θα την κάνει να μοιάζει με κούκλα κάτι σαν Μπάρμπι.
Σκέψεις και συμπεράσματα
Στη φουτουριστική, απολυταρχική κοινωνία του Ρέι Μπράντμπερι εφαρμόζεται η τάξη και η αρμονία εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων. Αν υποθέσουμε οτι εκεί βαδίζει και η δική μας κοινωνία τι είναι αυτό που μπορεί να κόψει τη φόρα; Ο Θωμάς Μοσχόπουλος δεν πιστεύει στις επαναστάσεις, πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, στις αυγές. «Οι μεταρρυθμίσεις συμβαίνουν όπως συμβαίνουν και οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας όταν δεν δηλώνονται. Η ρήξη συμβαίνει για να γεννηθεί κάτι άλλο απλά δεν πιστεύω στον μεγάλο ιδεατισμό που πουλιέται σαν marketing... Χρειαζόμαστε το στοχασμό αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι την υπερβολική επεξεργασία και τον διανοουμενισμό. Δημιουργούμε προβλήματα για συζήτηση εκεί, που δεν υπάρχουν. Στοχασμός είναι και το κενό του παρακολουθώ ένα ηλιοβασίλεμα. Αράζω και δεν σκέφτομαι. Μια σχέση με το χρόνο είναι ο στοχασμός. Απλά αφήνεις τη ζωή να παίρνει αυτή το χώρο της. Ο χρόνος είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι. Η βιασύνη το άγχος το να τρέχεις χωρίς να θυμάσαι γιατί τρέχεις».
Φωτογραφίες της παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς