1.103. Τόσες παραστάσεις μετρήσαμε από την 1η Σεπτέμβρη μέχρι τις 20 Μάρτη και έχουμε πολλές ακόμα να δούμε μέχρι το κλείσιμο της σεζόν που και φέτος θα φτάσει μέχρι τα τέλη Μαΐου. Στις σκηνές της Αθήνας συναντήθηκαν τα πάντα: δράματα, κωμωδίες, πολιτικά και φιλοσοφικά έργα, μεγάλα θεάματα. Καταγράφουμε τις δυο μεγάλες τάσεις που παγιώθηκαν τη φετινή σεζόν και τη διαπίστωση πως παρά το «θολό» πλουραλισμό το θεατρικό κοινό ανανεώνεται και επιμένει να πηγαίνει θέατρο.
Στο θεατρικό απολογισμό που κάναμε δύο χρόνια πριν, καταγράψαμε για πρώτη φορά το νέο σκεπτόμενο «αστικό θέατρο» ως τη μεγάλη ανερχόμενη δύναμη· ένα θέατρο λόγου, δηλαδή, και δυνατών κειμένων κλασικών και σύγχρονων που στοχεύουν πρώτα και κύρια στο μυαλό και στην καρδιά του θεατή. Σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό μιας από τις πιο πληθωρικές και πλουραλιστικές θεατρικές σεζόν των τελευταίων χρόνων –μετρήσαμε 1.103 παραστάσεις από τον Σεπτέμβριο μέχρι τις 20/3– μπορούμε πλέον να πούμε με σιγουριά ότι το θέατρο αυτό κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην αθηναϊκή θεατρική παραγωγή, έχοντας χτίσει ένα πολύ δυνατό κοινό που το ακολουθεί πιστά. Επενδύουν σε αυτό μεγάλοι θεατρικοί παραγωγοί και θέατρα ρεπερτορίου, συγκεντρώνοντας σε μια παράσταση τόσο δυνατά ονόματα πρωταγωνιστών όσο και σκηνοθέτες που το όνομά τους φέρνει a priori κόσμο στο ταμείο.
Ταυτόχρονα, δίπλα σε αυτήν την τάση, τη φετινή χρονιά καταγράφηκε με τον καλύτερο τρόπο η κυριαρχία του ψυχαγωγικού θεάτρου (μιούζικαλ, μεγάλα θεάματα, μεταφορά στο σανίδι παλιών μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών, δραματοποιημένες βιογραφίες δημοφιλών προσώπων κ.λπ.) που έφερε στο θέατρο ένα κοινό, το οποίο αναζητά απεγνωσμένα να ξεφύγει από την μετριότητα της τηλεόρασης και την δύσκολη καθημερινότητα. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., που η «Μαντάμ Σουσού» του Ψαθά με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου (για να αναφερθούμε σε μια παράσταση που έχει ήδη κατέβει) έφερε στο ταμείο του Παλλάς πάνω από 108.000 θεατές!
Πλάι σε αυτές τις δύο κυρίαρχες τάσεις τα δύο δημόσια θέατρα της πόλης (Εθνικό και Δημοτικό Πειραιά) έδωσαν και δίνουν, με το δικό τους στίγμα το καθένα, τη μάχη του ρεπερτορίου, η οποία διαχέεται πια σχεδόν σε όλες τις σκηνές της πόλης, με τον κίνδυνο όμως να ελλοχεύει· αυτή η υπερπληθώρα προσφοράς έργων, αναγνώσεων και πειραματισμών φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντί δηλαδή να οδηγήσει περισσότερο κόσμο στο θέατρο, έσπειρε την σύγχυση και την αδυναμία του κοινού να διακρίνει μέσα σε αυτόν τον πληθωρισμό κάποια μικρά διαμαντάκια. Ακόμα και οι επαγγελματίες κριτικοί και ρεπόρτερ του θεάτρου αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε κάθε θεατρική προσπάθεια.
Αυτό που κρατάμε όμως ως αισιόδοξο μήνυμα από την κουβέντα που κάναμε για την ανάγκη αυτού του μικρού απολογισμού με θεατρικούς επιχειρηματίες και καλλιτέχνες είναι αυτό που μας είπε ο Μίλτος Σωτηριάδης του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, ότι «το θεατρικό κοινό ανανεώνεται διαρκώς παρά την κρίση». Στην ίδια κατεύθυνση ήταν και η διαπίστωση του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου της εταιρείας Λυκόφως, ότι «στις μουσικοθεατρικές παραστάσεις που πήγαν εξαιρετικά φέτος, πέρα από το οικογενειακό προφίλ του κοινού είδαμε παρέες εικοσιπεντάρηδων που έψαχναν την καθαρή ψυχαγωγία στη θεατρική τους έξοδο». Λέτε αυτή η πλουραλιστική θεατρική θολούρα να ανανεώσει το θεατρικό κοινό; Εμείς λέμε μακάρι…