Μπορεί να στήσει τις πιο αισιόδοξες και, συνάμα, επαναστατικές σκηνικές αφηγήσεις. Πως προσεγγίζει η Μαρία Μαγκανάρη τον «Τριστάνο» του Τόμας Μαν που ανεβάζει με την ομάδα Προτσές;
Φέτος, σκηνοθέτησε τους «Παραθεριστές» του Μαξίμ Γκόρκι στην εφηβική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και για μια ακόμα φορά φάνηκε πως η Μαρία Μαγκανάρη είναι η περίπτωση καλλιτέχνη που φτάνει μέχρι το μεδούλι του κάθε έργου αναλύοντας σχεδόν με ψυχαναλυτική ακρίβεια τη ματιά του συγγραφέα. Στην περίπτωση του Γκόρκι έβαλε λίγο στην άκρη την ταμπέλα του στρατευμένου καλλιτέχνη και αυτό που της κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν ο τρόπος που αποδίδει τις ψυχικές συγκρούσεις των προσώπων. Οι «Παραθεριστές» ολοκληρώνουν τον κύκλο των παραστάσεων γύρω στις 15 Απριλίου και η Μαρία Μαγκανάρη βρίσκεται στη δημιουργική διαδικασία προετοιμασίας της επόμενης παράστασης, που θ’ ανέβει σύντομα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Η Μαρία Μαγκανάρη έχει αναλάβει να διασκευάσει, να σκηνοθετήσει αλλά και να παίξει μαζί με τους Σύρμω Κεκέ, Κώστα Κορωναίο, Γιώργο Κριθάρα και Βασιλική Σκευοφύλαξ στον «Τριστάνο» του Τόμας Μαν, έργο γραμμένο σαν αντίστιξη στην όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη». Τον Τόμας Μαν, το μικρότερο αδελφό του σημαντικού προοδευτικού συγγραφέα Χάινριχ Μαν τον θαυμάζουμε για πολλά πράγματα. Δυο από αυτά είναι ο κριτικός ρεαλισμός και το μοναδικό υποδόριο χιούμορ, που είναι εμφανή στον «Τριστάνο». Στον πυρήνα του έργου βρίσκονται ερωτήματα για το ρόλο του καλλιτέχνη, τη σχέση ηθικής- αισθητικής, τη μάχη μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας και στόχος της παράστασης είναι να τα αναδείξει.
Διαβάζουμε στο σημείωμα της παράστασης: « Ο «Τριστάνος» γίνεται έτσι το πεδίο εφαρμογής μιας τολμηρής υπόθεσης: τι σημαίνει για την αφήγηση η χρήση της τεχνικής του λαϊτμοτίφ- τεχνική που χρησιμοποιεί ο Βάγκνερ στη μουσική του σύνθεση; Ακόμα, πώς η ίδια η δυναμική της ιστορίας επηρεάζει τη μορφή της;. Για να προσεγγίσουμε το αμφίθυμο, ποιητικό σύμπαν του Τόμας Μαν, επιλέξαμε να καθοδηγηθούμε απ’ την αισθητική και την νομοτέλεια της ονειρικής εμπειρίας, αυτής της «βασιλικής οδού για το ασυνείδητο. Προσπαθήσαμε να δούμε το Σανατόριο και τους τρόφιμούς του όπως ίσως θα απεικονίζονταν μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, το καλό και το κακό μπερδεύονται, και όπου ένας Τόπος Πόνου μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και ένας Τόπος Θαυμάτων.».