Μια μαύρη μασκαράτα είδαμε να αποθεώνεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Επτά φορές βγήκε και ξαναβγήκε για να καταχειροκροτηθεί ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ. Όταν, μάλιστα, εμφανίστηκε για να υποκλιθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης του, ο Ρόμπερτ Ουίλσον, ο ενθουσιασμός του κοινού έγινε ασυγκράτητος. Η ένθερμη αυτή υποδοχή οφείλεται εξίσου στο status superstar που κατέχουν οι δυο δημιουργοί όσο και στην άνιση, κάποτε πληκτική και πικρής επίγευσης, πλην όμως ακαταμάχητα σαγηνευτική παράστασή τους.
«Ξέρω από πόλεμο γιατί ήμουν σε πόλεμο με την πεθερά μου»: με αυτήν τη σατιρική, απολογητική όσο και αινιγματική φράση, επαναλαμβανόμενη για τουλάχιστον δέκα φορές, ειπωμένη άλλοτε στα ρώσικα, άλλοτε στα αγγλικά και κάποτε στα γαλλικά, ηχογραφημένη από διάφορες φωνές, γυναικείες –της Λόρι Άντερσον- και ανδρικές –του ίδιου του Ουίλσον-, αρχίζει να ξετυλίγεται το οδοιπορικό των Μπαρίσνικοφ-Ουίλσον μες στο ταραγμένο μυαλό του θρυλικού Ρώσου χορευτή Βάσλαφ Νιζίνσκι (1889-1950). Που θα καταλήξει αυτός ο αλλόκοτα κωμικοτραγικός -φιλοσοφικός ή, έστω, ψευδοφιλοσοφικός- περίπατος; Πολύ πέρα από τον Νιζίνσκι, μέσα στη συμπτωματολογία της σχιζοφρένειας εν γένει. Θαρρείς συναινόντας στο ότι η τρέλα και η τέχνη είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό.
Με τους όρους μιας μακάβριας φάρσας, θαρρείς γραμμένης από τον Γκόγκολ ή τον Μπουλγκάκοφ αλλά μετατιθεμένης σε πιο μεταμοντέρνα πλαίσια, γεμάτης από σαρκασμό, μπουρλέσκα και γκροτέσκα στοιχεία, και με τη χρήση κάποιων θραυσμάτων από τα ημερολόγια του Νιζίνσκι, εν είδει ιαπωνικών χαικού, στοιχειοθετείται από τον Ρόμπερτ Ουίλσον αυτό το κάποτε θεσπέσιο κι άλλοτε αμήχανο εξπρεσιονιστικό θέαμα. Με μια απαράμιλλη δραματουργία του φωτός (και του σκότους), εντός ενός αδιαπραγμάτευτα ωραίου ψευδαισθησιακού σκηνικού.
Ο Μπαρίσνικοφ, ταγμένος να προκαλεί τη σαγήνη με κάθε του βηματισμό, όπως ακριβώς ο προκάτοχός του Νιζίνσκι, ερμηνεύει καταστάσεις – τη νηφαλιότητα, την τρέλα, την οργή, τον ναρκισισμό, την ευσέβεια, την ασέβεια, την ηδυπάθεια- με ένα κατά βάση μετωπικό και προσκηνιακό παίξιμο (μπροστά-μπροστά, στη ράμπα της σκηνής). Επαναλαμβάνει με τον τρόπο του παρανοϊκού σκέψεις περί πίστης, τέχνης, ηθικής, σεξουαλικότητας, λαγνείας, νοσηρότητας, κτηνωδίας, φόβου, θανάτου και απανθρωπιάς. Οικτίρει και καγχάζει εαυτόν. Ασταμάτητα. Αναζητά εναγώνια την ταυτότητα, τη συνειδητότητα, τη σχέση του με τον Άλλο –τον συνάνθρωπο αλλά και τον Θεό.
Που καταλήγει όλο αυτό το αποκαλυπτικό όσο και κρυπτικό, περιπαικτικό όσο και πληκτικό παραλήρημα; Σε μια μεγαλειώδη όσο και ανίερη παραδοχή: «Είμαι ένας απλός άνθρωπος που πέρασε πολλά. Δεν πιστεύω ότι ο Χριστός βασανίστηκε στη ζωή του όσο εγώ». Αφήνοντας στην άκρη τη βιογραφία (μη διοχετεύοντας, δηλαδή, ‘κουτσομπολίστικες’ πληροφορίες για τη ζωή του Νιζίνσκι) κι αποφεύγοντας το ρεαλισμό όπως ο διάολος το λιβάνι, ο Ουίλσον ενστερνίζεται τον παγωμένο εξπρεσιονισμό και μας οδηγεί στην οντολογία.
Από το «ιδού εγώ, ο Νιζίνσκι» ο Ουίλσον, με οδηγό τον Μπαρίσνικοφ, μας δείχνει το δρόμο προς το «ιδού εγώ, η τρέλα» και το «ιδού εγώ, η τέχνη». Σε αυτήν την πρόθεση θαρρώ έγκειται η σπουδαιότητα και το μεγαλείο αυτής της δουλειάς που μπορεί μεν να μην έχει την μαεστρία αλλοτινών παραστάσεων του Ουίλσον, σίγουρα όμως κατέχει τα μυστικά μιας μεταφυσικής υφής και κωμικοτραγικής υπόστασης σαγήνης. Αυτή είναι, εξάλλου, το σήμα-κατατεθέν και η μεγάλη κληρονομιά που αφήνει ο μέγας αμερικανός σκηνοθέτης στο θέατρο του αιώνα μας.
Περισσότερες πληροφορίες
Γράμμα σ’ έναν άντρα
Η σόλο παράσταση με τον Μ. Μπαρίσνικοφ βασίζεται στα ημερολόγια του εμβληματικού χορευτή Βάσλαβ Νιζίνσκι και σκιαγραφεί τη βασανισμένη σεξουαλικότητα και πνευματικότητά του, όπως επίσης και την τρικυμιώδη σχέση του με τον ιδρυτή των Ρωσικών Μπαλέτων, ιμπρεσάριο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ