Μπορεί η υπερπληθώρα καλλιτεχνικής παραγωγής... εκεί έξω να εμπλακεί ουσιαστικά με το δημόσιο χώρο ή καταλήγει απλά μέρος ενός χάπενινγκ αστικού εξευγενισμού;
«Άσε την υψηλή τέχνη κι έλα να γίνουμε flaneurs!» έγραφε πριν από λίγο καιρό η Ιλειάνα Δημάδη, διερωτώμενη ωστόσο αν το «κυνήγι» εμπειριών στην πόλη είναι το αντίδοτο στο νεοσυντηρητισμό και τον εστετισμό του ελληνικού θεάτρου ή η απλώς νέα επιδημία – και ο θεατής ο νεο-flaneur που αναζητά το νόημα στα χιλιάδες θραύσματα της πραγματικότητας;
Όντως, ποτέ πριν η πόλη δεν έμοιαζε τόσο με ανοιχτό καλλιτεχνικό εργαστήρι- σκηνή. Περπατώντας στο κέντρο εν μέσω καύσωνα το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, είδαμε αρκετούς Αθηναίους να κάνουν ουρά για να μπουν στο «στοιχειωμένο σπίτι» του Dries Verhoeven που είχε στηθεί στην Πλατεία Συντάγματος στο πλαίσιο του Fast Forward Festival 4, ενώ από τους Στύλους Ολυμπίου Διός ως την Πλατεία Αυδή οι performances της Documenta έβαζαν ακόμη και σ’ εμάς τους επαγγελματίες διλήμματα για το τι θα πρωτοπαρακολουθήσουμε.
Φέτος είδαμε μεγάλα ιδρύματα όπως η Στέγη Ωνάση να βγαίνουν πιο δυναμικά στην πόλη, τοποθετώντας εκεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου προγράμματός τους, ενώ ο οργανισμός ΝΕΟΝ μοιάζει να έχει «υιοθετήσει» τη δημόσια τέχνη χτίζοντας γύρω από αυτήν το προφίλ του με σκοπό να μυήσει σε αυτήν το ευρύ κοινό.
Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε... Ενώ η Documenta τρέχει με έναν καταιγισμό εκδηλώσεων έως τον Ιούλιο αντί να αποθαρρύνει όπως θα πίστευε κανείς άλλους παίκτες να στραφούν στο δημόσιο χώρο, πετυχαίνει το αντίθετο. Καλλιτεχνικές ομάδες πραγματοποιούν εικαστικές βόλτες σε συνοικίες, θέατρα βγάζουν τις παραστάσεις τους στο δρόμο, νέα φεστιβάλ ενεργοποιούν στοές ή φέρνουν στο προσκήνιο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, δίνοντάς τους βήμα να πουν τις ιστορίες τους. Κι όλα αυτά τις τελευταίες μέρες του Μαΐου, προτού ακόμη εγκαινιαστεί το Φεστιβάλ Αθηνών που δίνει φέτος μεταξύ άλλων έμφαση στο «άνοιγμα στην πόλη» με παραστάσεις σε μη συμβατικούς χώρους θέασης.
Ο δημόσιος χώρος είναι το νέο καλλιτεχνικό φετίχ και αναρωτιόμαστε αν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες θα βρουν το κοινό τους ή αν θα δημιουργήσουν εντέλει ένα κορεσμένο τοπίο εντός του οποίου θα δυσκολευόμαστε να εντρυφήσουμε στην ουσία και την ιδιαιτερότητα κάθε καλλιτεχνικής πρότασης.
Σε ποιο βαθμό οι καλλιτέχνες θα εμπλακούν ουσιαστικά με το δημόσιο χώρο και τις συγκρούσεις του και δεν θα γίνουν απλά μέρος ενός χάπενινγκ αστικού εξευγενισμού στις επιταγές του culture & city marketing και του gentrification; Λέτε, τελικά, για να βρει η τέχνη τα εργαλεία να ξαναγίνει παρεμβατική, να πρέπει να επιστρέψει στην αυτοσυγκέντρωση του λευκού κύβου και της «συμβατικής» αίθουσας;