Με το νεοσυντηρητισμό και τον εστετισμό να πέφτουν πάνω στο ελληνικό θέατρο ωσάν παιδικές ασθένειες, το μόνο αντίδοτο μοιάζει να είναι το «κυνήγι» εμπειριών. Ή, μήπως, αυτό το τελευταίο είναι η νέα επιδημία;
Η Μεγάλη Εβδομάδα ίσως είναι η μόνη που το ελληνικό θέατρο κάπως ησυχάζει. Γιατί, ως γνωστόν, την τελευταία τριετία, κάπου 1.500 παραστάσεις ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα. Ενδεικτικά, στο πρώτο εξάμηνο της σεζόν (Οκτώβριος 2016-Μάρτιος 2017) ανέβηκαν 772 παραστάσεις σε 209 θέατρα (ναι, τόσα υπάρχουν στην πόλη). Περισσότερες από 100 πρεμιέρες αναμένονται αμέσως μετά το Πάσχα και άλλα τόσα θεατρικά και χορευτικά θεάματα διασπείρονται εντός και εκτός Αθηνών από το Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου το τρίμηνο Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος. Ο πληθωρισμός είναι σίγουρα το απόλυτο θεατρικό μας καθεστώς. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μια κυρίαρχη τάση, η οποία ενδημεί πλέον με τη μορφή παιδικής ασθένειας, αυτή είναι η υπαναχώρηση του πειραματισμού και της αναζήτησης νέων μορφών χάριν ενός νεο-συντηρητισμού ή, αντίθετα, μιας εξεζητημένης όσο και κενόδοξης διάθεσης αποδόμησης.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απογοητευτικά όσο ακούγονται^ εξ ου και οι «ασθένειες» που αναφέρω χαρακτηρίζονται «παιδικές». Ας εξηγηθώ. Το λεγόμενο αστικό θέατρο, το οποίο περιλαμβάνει αξιόλογα κλασικά έργα όσο και νέο-μπουλβάρ, σκεπτόμενες κομεντί αλλά και μουσικοθεατρικές παραγωγές προς τέρψη του μεγάλου κοινού, αποτελεί τον πιο σίγουρο τομέα ιδιωτικής επένδυσης. Εν μέσω κρίσης, απουσίας κρατικών επιχορηγήσεων και εθνικής πολιτιστικής πολιτικής, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες αναδιπλώνονται. Στρέφονται σε ό,τι είθισται να είναι «καλό θέατρο» για τους πολλούς. Στον αντίποδα είθισται να βρίσκεται το λεγόμενο πειραματικό θέατρο, το οποίο επίσης έχει βρει πλέον τους προστάτες του. Μόνο που ο πειραματισμός τείνει να γίνει συνώνυμος του εστετισμού.
Μιας εκζήτησης δίχως έρεισμα. Βασισμένες σε μια φαεινή ιδέα, οι αντισυμβατικές προτάσεις εγείρουν, με όρους πολιτιστικού marketing, ένα αλλόκοτο ενδιαφέρον αλλά ξεχνιούνται στο πι και φι ακριβώς επειδή τόσο οι προθέσεις όσο και τα μέσα τους είναι θολά και συγκεχυμένα αν και πασπαλισμένα με τη χρυσόσκονη του «εναλλακτικού»: της εκκεντρικότητας που, επίσης, έχει βρει το κοινό της.
Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό προσφερόμενων θεαμάτων, αναρωτιέμαι συχνά αν υπάρχει αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε «μεγάλη τέχνη». Τι, δηλαδή, από όλα όσα συμβαίνουν στα θέατρα της Αθήνας μπορεί να συγκινήσει ή ακόμα και να μετατοπίσει τη συνείδηση του κοινού, να χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του, να τον ακολουθήσει ως καλλιτεχνικό βίωμα και εμπειρία ζωής, να ανοίξει νέους δρόμους για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών αλλά και θεατών; Τι, επίσης, μένει, σαν ίχνος, σαν εγγραφή σε ό,τι αποκαλούμε Ιστορία του ελληνικού θεάτρου, από όλες αυτές τις παραστάσεις που ανεβοκατεβαίνουν, ελάχιστοι προλαβαίνουν να τις δουν (κι ακόμη λιγότεροι να αφομοιώσουν όσα προτείνουν); Οι ίδιες ερωτήσεις απασχολούν το θέατρο παγκοσμίως.
Μήπως, όμως, τα ερωτήματα αυτά δεν ευσταθούν πια; Μήπως ο νόμος των ψηφιακών καιρών μας, όπου η πληροφορία μας πυρπολεί από παντού (διαδίκτυο, facebook, twitter, viber κ.λ.π), προτάσσει ακριβώς αυτή τη διάχυση ως μόνο εφικτό μοντέλο; Αντί, δηλαδή, να στοχεύουμε –καλλιτέχνες και κοινό- στη μία και μεγάλη θεατρική εμπειρία, πρέπει να ακολουθήσουμε το «βρες τι είναι τέχνη μόνος σου»; Ίσως, δηλαδή, αξίζει να περιφερθεί κανείς στην πόλη, μπαίνοντας στα θέατρα αλλά και στους εξωθεατρικούς χώρους όπου στήνονται παραστάσεις –στα μπαρ, τα ταβερνεία και τα διαμερίσματα. Εμείς εδώ, στο «α», προτείνουμε, για παράδειγμα, εξίσου τους «Πόθους κάτω από τις λεύκες» όσο και μια παράσταση κατ’ οίκον, ένα «κουλό» θέαμα σε αντισυμβατικό χώρο αλλά και μια εμπορική κωμωδία. Η επιλογή, όμως, είναι πάντα δική σας.
Να φτιάξει, δηλαδή, ο καθένας τον δικό του χάρτη τέχνης. Σε αυτό μας προτρέπει, εξάλλου, η ολοένα αυξανόμενη διασπορά της τέχνης εκτός των καθιερωμένων τειχών: 160 καλλιτέχνες σε 40 χώρους θέλει η Documenta14 και άλλους 40 καλλιτέχνες σε ισάριθμες περφόρμανς ανά το λεκανοπέδιο προτείνει το Φεστιβάλ Αθηνών. Πολλές παραστάσεις μαζί ίσως να συνθέσουν το προσωπικό αρχείο γεγονότων τέχνης του καθενός ξεχωριστά. Ενυπάρχει σε αυτό μια ματαίωση. Ναι, ίσως η εποχή μας να μην γεννοβολάει έναν Αρτώ ή έναν Μπρεχτ. Τουναντίον, ζητά τη χειραφέτηση από τις αυθεντίες.
Η Documenta14 αυτήν την εξωστρεφή νομαδική στάση απέναντι στο άβατο της τέχνης προασπίζεται: ξεχυθείτε στους δρόμους, μιλήστε, πειραματιστείτε, διαβάστε, αντλείστε και διασπείρετε πληροφορίες, μοιραστείτε. Δημοκρατικό, δεν βρίσκετε; Επίσης, απολύτως νεωτερικό. Σε άμεση συνάφεια με τον ανήσυχο πολίτη ως νέο-flaneur, ως έναν πλάνητα των άστεων που αναζητά το νόημα μες στα χιλιάδες θραύσματα της καθημερινότητας/πραγματικότητας, όπως τον περιγράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, προτείνοντας το ως μια δυνατότητα απεξάρτησης από τις ομογενοποιητικές στρατηγικές καθυπόταξης του καπιταλισμού.
Κανένας μεγάλος καλλιτέχνης δεν θα μας «σώσει» λοιπόν; Μόνος του ο καθένας μας, ή έστω παρέα με τους δικούς του ανθρώπους, ως νέο-indie νομάδες, ας συνθέσουμε το παζλ των γεγονότων που μας ασκούν γοητεία, αναζητώντας ακόμη κι εκείνα τα θεάματα-εμπειρίες που δεν διαφημίζονται ή δεν αυτοπροβάλλονται ως «το απόλυτο γεγονός της χρονιάς». Ίσως τότε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια το «τι εστί τέχνη» για εμάς προσωπικά. Άλλος κίνδυνος ελλοχεύει εδώ, όταν καλλιτέχνες και θεατές υιοθετούν αυτό το μοντέλο του φιλοπερίεργου (όσο και αργόσχολου) γεωγράφου-θηρευτή εμπειριών.
Όταν όλοι (ή τουλάχιστον όσοι έχουν το απαραίτητο budget γι΄αυτό ) περιδιαβαίνουν το τοπίο της τέχνης, ωσάν χίπστερ περιπατητές, ωσάν νέο-φλανέρ εθισμένοι στο εφήμερο ιδεώδες «η τέχνη ως αστικός τουρισμός», ποιος θα κάνει τη …γεώτρηση; Ποιος θα πάρει το χρόνο του, όπως παλιότερα έκανε λόγου χάρη ο Λευτέρης Βογιατζής, για να καταδυθεί στα τρίσβαθα της τέχνης και να φέρει στο φως τις καλά κρυμμένες υπόγειες πηγές της; Θα μου επιτρέψετε το νεομαρξιστικό απόηχο της κατακλείδας μου αλλά μάλλον κάποιος αρκούντως ταλαντούχος αλλά και αρκούντως εύπορος. Μόνο τέτοιος μπορεί να είναι εκείνος που αψηφά τους άγριους όρους της ελεύθερης αγοράς εν μέσω παντελούς απουσίας κρατικής υποστήριξης, επιχορηγήσεων και, γενικότερα, κεντρικής πολιτιστικής πολιτικής. Μέχρι τότε; Ας αφεθούμε στη μελαγχολία του τίποτα παίζοντας τους φλανερ.
*”φλανέρ”: από τον γαλλικό όρο “flâneur” που αποδίδεται στον Charles Baudelaire κι έπειτα μελετήθηκε από τον Walter Benjiamin, περιγράφει τον περιπλανώμενο περιπατητή.