Αρχικά: η λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι από τους πιο άσχημους δρόμους της πόλης. Είναι βρόμικη, επιθετική, θορυβώδης. Είναι μια "Κοιλάδα του Θανάτου" (τα έχουν ήδη πει αυτά οι Last Drive) χωρίς όμως να έχει την καταπραϋντική ερημιά της. Χωρίς να είναι πραγματικά επικίνδυνη. Έχει καταλήξει να είναι μια πίστα γι’ αμάξια με νευρικούς οδηγούς. Κάποια πράγματα πρέπει επιτέλους να τ’ αποδεχτούμε. Ας πάψουμε να είμαστε ρομαντικοί. Η Αθήνα είναι απαίσια.
Κατεβαίνοντας, μετά την καταιγίδα, για να πάω στο Πεδίον του Άρεως, περπατούσα στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου, ενώ προσπαθούσα ν’ αποφύγω λακκούβες γεμάτες νερό, και αναρωτιόμουν πού στο διάολο βρίσκομαι. Όμως μπαίνοντας στο πάρκο, ένα μεγάλο λευκό σύννεφο στάθηκε στον μπλε ουρανό, λες και ήθελε να προστατεύσει το άγαλμα της θεάς Αθηνάς που βρίσκεται στην είσοδο, και σκέφτηκα πως υπάρχει τουλάχιστον ο ουρανός πάνω από την Αθήνα.
Το 52o Φεστιβάλ Βιβλίου δεν είχε κόσμο. Αρκετά περίπτερα ήταν κλειστά και όσα ήταν ανοιχτά, είχαν ένα λευκό κλινικό φως που σου επέτρεπε να δεις καθαρά τους ανθρώπους πίσω από τους πάγκους, με την αμηχανία που έχουν οι άνθρωποι ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή. Είχε ήδη νυχτώσει. Το σκοτάδι πέφτει νωρίς πια. Το φεγγάρι ήταν σαν φλούδα. Ο ουρανός συνέχιζε ν’ αστράφτει από τη μεριά που είναι τα Τουρκοβούνια. Σκυλιά περιφέρονταν ανάμεσα στους επισκέπτες που έμοιαζαν με σκιές.
Τα φεστιβάλ βιβλίου πάντα με μιζεριάζανε. Αλλά τώρα είχα φτάσει στο πικ της μιζέριας. Ευτυχώς, ο Ιορδάνης δεν άργησε να έρθει.
Ο Καστανιώτης ήταν κλειστός. Ένας καλοντυμένος νεαρός στις εκδόσεις Λαβύρινθος φαινόταν να ήταν πολύ αγχωμένος με τα βιβλία του που είχαν σκεβρώσει από την υγρασία. Πράγματι, ό,τι αντίτυπο ξεφυλλίσαμε, είχε αποκτήσει μια ενοχλητική καμπύλη. Οι σελίδες είχαν γίνει σαν κύματα. Η βροχή είναι πιο δυνατή από το χαρτί.
Υπήρχαν εκδοτικοί οίκοι που δεν γνωρίζαμε και δεν είχαμε ξανακούσει ποτέ γι’ αυτούς. Εκδόσεις με θρησκευτικά βιβλία, βιβλία για την Αρχαία Ελλάδα, κλασικά βιβλία με δερματόδετο εξώφυλλο και ύποπτη μετάφραση, ένα ράφι με παλιά τεύχη "Σεραφίνο" δίπλα σε χρωματιστά φίλτρα μυστικής ενέργειας, ένας χοντρός τόμος με τίτλο "Το συνειδητό ονείρεμα" που ο Ιορδάνης δεν μ’ άφησε ν’ αγοράσω.
Στις εκδόσεις Περισπωμένη, ο κύριος με την περιποιημένη χωρίστρα, που διάβαζε ένα βιβλίο όρθιος πίσω από το τραπέζι με τα υπέροχα χειροποίητα εξώφυλλα, ένιωσα πως με κοίταξε καχύποπτα. Η αλήθεια είναι πως παλαιότερα έκλεβα βιβλία από τα φεστιβάλ βιβλίου. Ήταν ο ιδανικός τόπος, ειδικά με συνωστισμό. Και παρόλο που μερικοί πάγκοι ήταν άδειοι, χωρίς υπαλλήλους, και με καλούσαν προκλητικά, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, δεν έκανα κίνηση.
Ποιο ήταν το πιο ωραίο βιβλίο που βρήκα στο φεστιβάλ; Τα "Κρεβάτια" του Γκράουτσο Μαρξ. Δεν κυκλοφορούν τέτοια βιβλία πια. Σε μια εποχή που όλα θέλουν να δείχνουν περιποιημένα και καθώς πρέπει, από το σχεδιασμό του εξωφύλλου μέχρι το προσεγμένο επίμετρο, μια έκδοση τόσο "χύμα", με γυαλιστερό εξώφυλλο και φτηνό χαρτί, κακοτυπωμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μεγάλα γράμματα για πρεσβύωπες, ξεχασμένη μέσα στα χρόνια από κοινό και κριτικούς, μ’ έκανε ν’ αναθαρρήσω: "Έκανα καλά που κούρδισα τη γόπα και έβγαλα έξω το ρολόι;" λέει η λεζάντα.
Ο Γκράουτσο κοιτάζει τον καρπό του χεριού του. Φορά μια λευκή νυχτικιά και καπνίζει ένα πούρο που έχει σφηνώσει κάτω από το παχύ του μουστάκι. Είναι έτοιμος να ξαπλώσει. Το αντίτυπο έκανε πέντε ευρώ. Μας το άφησε τρία. Δεν είχα ψιλά. Μου το έκανε δώρο ο Ιορδάνης.
Συνεχίσαμε να χαζεύουμε μέχρι που τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν πως η έκθεση έκλεινε. Διασχίσαμε το πάρκο, ανεβήκαμε την Αλεξάνδρας, συζητώντας όπως πάντα περί ανέμων και υδάτων. Τον άφησα στο ύψος της Ασκληπιού και περπάτησα ως το μετρό. Απολάμβανα την πρώτη δροσερή βραδιά μετά από μήνες, παρά την υγρασία. Όμως κάτι μ’ έτρωγε. Είχα μετανιώσει που δεν είχα αγοράσει το "Συνειδητό ονείρεμα". Ας το είχα κλέψει τουλάχιστον: "Κοιλάδα του Θανάτου, αργά τη νύχτα, η πόλη ανοίγει το στόμα της".