Βαθιά πεπαιδευμένος με την ιστορία της τέχνης, φύσει φιλοσοφημένος και αστείρευτα πειραματικός. Ο Κορνήλιος Γραμμένος έφυγε από κοντά μας τον Απρίλιο του 2021, αφήνοντας πίσω του ένα ολοκληρωμένο έργο τεσσάρων δεκαετιών με συνέπεια και τόλμη, το οποίο όσα χρόνια κι αν είχε στα χέρια του πάντοτε θα κατάφερνε να επεκτείνει με νέα διανύσματα.
Διότι, κάποιος που δεν τον γνώριζε θα εξέφραζε με σιγουριά (πράγμα το οποίο λέγεται ότι όντως συνέβη) πως αφότου έφτιαξε τις αλουμινένιες «Μάσκες» και τα μυστήρια προσωπεία του χρησιμοποιήθηκαν σε παραστάσεις διεθνώς, είτε αφότου τα γλυπτικά του «Άλιενς» κι οι «Ιππότες» απέκτησαν μερίδιο στο δημόσιο χώρο (πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι, έξω απ’ το MoMus στη Θεσσαλονίκη, κ.α.), ο Κορνήλιος θα έμπαινε στο ρελαντί, παγώνοντας την πρακτική του.
Αλλά δεν συνέβη αυτό. Ακολούθησαν πολλές και άκρως ετερόκλιτες σειρές έργων, τόσο στις τρεις όσο και στις δύο διαστάσεις, με ρετάλια ξύλων, χαρτόνια, σπασμένα κόντρα πλακέ, μελάνια, φούμο, γυαλί, μέχρι τη σπουδή στην αφαίρεση που είχε αφοσιωθεί το τελευταίο διάστημα με μονοχρωματικούς καμβάδες, τους οποίους θυμάμαι να μου δείχνει στο ατελιέ του στο Γκύζη, καταλή-γοντας ότι «το νόημα πάντοτε είναι τι κρατάς».
Τον Απρίλιο του 2020, ένα χρόνο πριν το αιφνίδιο γεγονός, έγραφε για την τέχνη του: «Η γλυπτική μου είναι η αφτιασίδωτη πραγματικότητά μου, η καθημερινότητά μου, γεμάτη προσμονές, ματαιώσεις, βιασύνες, απροσεξίες, στιγμιαίους θριάμβους και da capo· μερικές φορές στέκεται αυθύπαρκτη μπροστά μου, σαν να λέει “άντε πάμε παραπέρα”, πάμε απ’ την αρχή δηλαδή».
Το διάστημα εκείνο είχε αρχίσει να ετοιμάζει με μεγάλη ανυπομονησία την έκθεση στο MOMus – Μουσείο Άλεξ Μυλωνά: μια πρώτης τάξεως παρουσίαση των πιο πρόσφατων έργων του, η οποία θα λάμβανε και αναδρομικό χαρακτήρα με επιλεγμένα κομμάτια από προηγούμενες σειρές. «Ήταν από τους λίγους καλλιτέχνες που έχω γνωρίσει με τέτοιο αίσθημα φροντίδας απέναντι στα έργα του – τα προστάτευε, δηλαδή, στο πώς θα τοποθετηθούν, πού θα στέκονται, με ποια θα συνομιλούν», αναφέρει ο επιμελητής και χρόνια συνεργάτης του, Γιάννης Μπόλης. Οι δυο τους μαζί με την Ελένη Κωτσαρά απ’ το μουσείο κατέληξαν από κοινού στο αποτέλεσμα που σήμερα παρουσιάζεται στην έκθεση «Προσωδίες και Ραψωδίες», δυστυχώς εν απουσία του Γραμμένου.
Σαράντα εννιά έργα στο σύνολο δίνουν το στίγμα αυτού του μοναδικού καλλιτέχνη, του οποίου οι ρίζες βρίσκονταν στην ελληνική εικαστική σκηνή αλλά το ανάπτυγμά του, οι σκέψεις και οι προτάσεις του επικοινωνούσαν άμεσα με τη πρωτοπορία του 20ου αιώνα.
Με σπουδές στην Κολωνία (πέραν της Αθήνας) και διαστήματα στη Ρώμη, στην Νέα Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο, ο Κορνήλιος διαμορφώθηκε καλλιτεχνικά και ιδεολογικά μέσα στο κλίμα του μοντερνισμού. Ήταν από τους πρώτους που είδαν τη συλλογή Κωστάκη και, όπως παραδεχόταν ο ίδιος, η ρωσική πρωτοπορία και τα προτάγματα του Βλαντιμίρ Τατλίν τον επηρέασαν βαθύτατα. Το ίδιο και η αντι-τέχνη του dada, η πρακτική απλότητα του bauhaus, η ιδεολογική επανάχρηση της arte povera – στοιχεία που χώνεψε και μεταβόλισε στο δικό του τέμπο, το οποίο ανέκαθεν διέτρεχε σαν αόρατο νήμα το έργο του, μιας και η σχέση του με τη μουσική (και ειδικά την τζαζ) ήταν μεγάλη.
Ο ρυθμός είναι το πρώτο πράγμα που σου εντυπώνεται απ’ την έκθεση «Προσωδίες και Ραψωδίες». Εξάλλου, ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Οι μεν «ραψωδίες», όπως εξηγεί ο επιμελητής, αναφέρονται στις εν εξελίξει ιστορίες που υπαινισσόταν ο Γραμμένος στα έργα του (οι τίτλοι λειτουργούν ως πυξίδες για τον θεατή), οι δε προσωδίες είναι ένας γλωσσολογικός όρος που συνδέε-ται με τον τονισμό, τη μελωδία μιας πρότασης, «όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που δεν εμπίπτουν σε γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες αλλά διαμορφώνουν μια αίσθηση».
Στον πρώτο όροφο του μουσείου, η αφήγηση ξεκινά απ’ τις πιο πρόσφατες αναζητήσεις του Κορνήλιου, από τα εξπρεσιονιστικά «Χωράφια», τα φοβερά εσωτερικά τοπία της «Αυτοαπορρόφησης» –όρος που παραπέμπει στο έβδομο ψυχοκοινωνικό στάδιο του Έρικσον, κατά το οποίο το ενήλικο άτομο (40-65 ετών), έχοντας προσαρμοστεί σε οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο, ενδέχεται να βυθιστεί στη στασιμότητα, έναντι της εξωστρέφειας–, καθώς και τα πολύχρωμα αφαιρετικά παιχνίδια που σκάρωνε σε φωτογραφικό χαρτί. Το υπόλοιπο 50% της έκθεσης αφιερώνεται στη γλυπτική παρακαταθήκη του με επιλεγμένα έργα.
«Δεν ήταν γλύπτης με την παραδοσιακή έννοια του όρου», αναφέρει ο Γιάννης Μπόλης, «δεν επεξεργάζεται τα υλικά αλλά τα διαχειρίζεται, τα συναρμολογεί, με την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση που θα του εξασφαλίσει το αποτέλεσμα που επεδίωκε σε επίπεδο τελειομανίας». Απόλυτα ακριβής στις υφές, στις αποχρώσεις και στις κλίμακες, ο Κορνήλιος έφτιαχνε γλυπτά για να παρέμβει στο χώρο, με συνείδηση αντίστοιχη ενός αρχιτέκτονα και σπάνια καλαισθησία. Εξαιρετικό παράδειγμα τα ιπτάμενα γλυπτά του (mobiles), όπως το φανταστικό «Αυτοσχεδίαση ΙΙ» (1986) που εκτίθεται, καθώς και τα «Σάρματα» (90's-00's), μια προσωπικά αγαπημένη ενότητα με εκατοντάδες κομμένα κομμάτια κόντρα πλακέ στον τοίχο, που μετατρέπουν σε ρυθμό την αταξία.
Την έκθεση πλαισιώνει ένας πληρέστατος κατάλογος με την εικαστική διαδρομή του Κορνήλιου Γραμμένου, ενώ προγραμματίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες δράσεις στο εγγύς μέλλον. Ξεναγήσεις πραγματοποιούνται κάθε Σάββατο και Κυριακή, στη 1 το μεσημέρι.
«Κορνήλιος Γραμμένος. Προσωδίες και Ραψωδίες» | MOMus – Μουσείο Άλεξ Μυλωνά | Έως 13/12/2022 | Τρ.-Τετ. & Παρ.-Κυρ.: 11 π.μ.-7 μ.μ., Πέμ.: 11 π.μ.-10 μ.μ. | Γενική είσοδος: € 4, μειωμένο εισιτ.: € 2